ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
141 Χρονικά όρια εφαρμογής των διατάξεων του νέου ΚΠΔ έγκληση διωκόμενο αδίκημα στη βασική της μορφή (κατ’ άρθρο 390 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ) από 1.7.2019 324 , ενώ στη συνέχεια –και ειδικότερα από τις 18.11.2019– το ίδιο συνέβη και με τη διακεκριμένη της (κατ’ άρθρο 390 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ) παραλλαγή, μόνο όμως όταν στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστω- τικού τομέα 325 . Για όσα αδικήματα κατέστησαν κατ’ έγκληση διωκόμενα από την 1.7.2019, ο νέος Ποινικός Κώδικας προέβλεψε, στο πλαίσιο της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 464, τη δυνατότητα του παθόντος να υποβάλει δήλωση προόδου της (τυχόν εκκρεμούς) διαδικασίας εντός τεσσάρων μηνών από τη θέση του σε ισχύ 326 . Ειδικά για την περίπτωση της απιστίας κατά τραπεζικού ιδρύματος με αντικείμενο η αξία του οποίου υπερβαίνει τις 120.000 €, πράξη που κατέστη κατ’ έγκληση διωκόμενη από τις 18.11.2019, τέθηκε αντίστοι- χη μεταβατική διάταξη στο πλαίσιο του άρθρου 6 παρ. 2 Ν 4637/2019 327 . Για τη σκοπιμότητα των νομοθετικών επιλογών θα μπορούσαν να λεχθούν πολλά 328 , αλλά το αντικείμενο της μελέτης περιορίζει την παρούσα ενότητα στην καταγραφή των ακόλουθων ζητημάτων: – Παρατηρείται αρχικά ότι οι διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα που προβλέπουν την κατ’ έγκληση δίωξη ορισμένων πράξεων που νωρίτερα διώκονταν αυτεπαγγέλτως έχουν 324. Βλ. άρθρο 405 παρ. 1 νέου ΠΚ στην αρχική του μορφή. 325. Βλ. άρθρο 405 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 3 Ν 4637/2019, ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019. 326. Σύμφωνα με αυτή: «Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για την δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα Κώδικα ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδό τους». 327. Σύμφωνα με αυτή: «Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις απιστίας για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα νόμο ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση, δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου ότι επιθυμεί την πρόοδό τους». 328. Αρκεί να σημειωθούν σε αυτή τη θέση τα εξής: πρώτον, η τυποποίηση ορισμένης πράξης ως κακουρ- γήματος και η παράλληλη επιλογή να διώκεται η ίδια πράξη κατ’ έγκληση εμπεριέχει αξιολογική αντίφαση [στο πλαίσιο του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα η κατ’ έγκληση δίωξη κακουργηματικών πράξεων αφορούσε είτε εγκλήματα που είχαν σχεδόν περιπέσει σε αχρησία (βλ. άρθρο 327 προϊσχ. ΠΚ, το οποίο τυποποιούσε την ακούσια απαγωγή γυναίκας με σκοπό την ακολασία) είτε την ειδική περίπτωση της υφαίρεσης (βλ. άρθρο 378 προϊσχ. ΠΚ) όπου μπορούσε πάντως να γίνει αντιληπτή η «διάσταση» ανάμεσα στην απαξία της πράξης όπως αυτή εκφραζόταν στην απειλούμενη ποινή και το διαθετό του εννόμου αγαθού στο συγκεκριμένο πλαίσιο]· δεύτερον, ο διαχωρισμός της περιουσίας των τραπεζικών ιδρυμάτων έναντι της περιουσίας ιδιωτών (φυσικών ή νομικών προσώπων) ειδικά για το αδίκημα της απιστίας υπηρετεί προφανή σκοπιμότητα και δεν μπορεί ασφαλώς να δικαιολο- γηθεί πειστικά μέσω της αναφοράς της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν 4637/2019 στην ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας (διότι η τελευταία ενδέχεται να εξηγεί σε κάποιον βαθμό τη διαφορετική αντιμετώπιση της απιστίας σε βάρος ιδιώτη έναντι εκείνης που στρέφεται κατά του Δημοσίου, ουδόλως όμως εξηγεί τη διακριτή μεταχείριση ειδικά της απιστίας που στρέφεται κατά τραπεζικού ιδρύματος).
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=