ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

147 Χρονικά όρια εφαρμογής των διατάξεων του νέου ΚΠΔ με προφορική δήλωση του παθόντος που καταχωρίζεται στα πρακτικά της δίκης 354 . Τρίτον , με αφορμή την αμέσως παραπάνω παρατήρηση καθίσταται αναγκαία η ακόλουθη διευκρίνιση: Είναι αληθές ότι, σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ, παρέχεται η δυνατότητα υποβολής έγκλησης στο ακροατήριο (πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας σε πρώτο βαθμό) σε περίπτωση που η δίωξη ασκήθηκε χωρίς έγκληση. Η διάταξη αυτή μοιάζει (και είναι) σχετική με την παρούσα συζήτηση, υπό την αυτονόητη υπόμνηση ότι, όπως ακριβώς δεν παρεκτείνει την τρίμηνη προθεσμία της έγκλησης, έτσι και δεν παρεκτείνει την τετράμηνη προθεσμία του άρθρου 464 ΠΚ. Ο λόγος είναι ότι η διάταξη του άρθρου 464 ΠΚ καθιερώνει μια ουσιαστική προϋπόθεση του αξιοποίνου, η δε άπρακτη παρέλευση της σχετικής προθεσμίας άγει σε εξάλειψη του αξιοποίνου. Από την άλλη, η διάταξη του άρθρου 53 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ παρέχει απλώς ένα δικονομικό στήριγμα για την άσκηση του ουσιαστικού δικαιώματος, και στερείται ασφαλώς κάθε νοήματος μετά την εξάλειψη του αξιοποίνου. Επομένως, η προμνησθείσα δυνατότητα υποβολής δήλωσης προόδου της διαδικασίας στο ακροατήριο υφίσταται μόνο εφόσον η συζήτηση λαμβάνει χώρα εντός του τετραμήνου· μετά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας, το δικαστήριο οφείλει να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη 355 , ειδάλλως υποπίπτει στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας 356 . Και ανάστροφα όμως: η διάταξη του άρθρου 53 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να περιστέλλει το δικαίωμα που παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 464 ΠΚ. Επομένως, ακόμη και στην περίπτωση που είχε εκκινήσει η αποδεικτική διαδικασία στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο πριν τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα 357 , θα μπορεί να υποβληθεί η κατ’ άρθρο 464 ΠΚ δήλωση προόδου της υπαλλήλους του άρθρου 42 παρ. 2 ΚΠΔ, δεδομένου ότι δεν θα πρόκειται πια κατά κυριολεξία για «εκκρεμή» ποινική διαδικασία. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση του αδικήματος της ακάλυπτης επιταγής, απορρίπτονταν τα αιτήματα αναβολής στο μεσοδιάστημα από 4.6.1996-2.6.1999, δηλαδή κατά την περίοδο που δεν απαιτείτο θετική δήλωση του παθόντος για τη συνέχιση της διαδικασίας: βλ. χαρακτηριστικά ΑΠ 641/1997 ΠοινΧρ 1998, 152. 354. Βλ. και άρθρα 141 παρ. 2, 331 ΚΠΔ. 355. Άρθρο 368 περ. β΄ ΚΠΔ. Τούτο ακόμη και στην περίπτωση που ο εκκαλών κατηγορούμενος απουσιάζει από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά από την παραδεκτή άσκηση έφεσης βάσει του άρθρου 501 παρ. 3 ΚΠΔ: πρβλ. [σχετικά με το αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής] ΑΠ 2021/2002 ΠΛογ 2002, 2360, ΑΠ 1607/2002 ΠΛογ 2002, 1810, ΑΠ 1428/2002 ΠΛογ 2002, 1491, ΑΠ 1999/2001 Αρμ 2002, 594, ΑΠ 1136/2001 Δ/νη 2001, 1444, ΑΠ 1275/2000 ΠοινΧρ 2001, 500, ΑΠ 702/2000 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 334/2000 ΠοινΧρ 2000, 894. Αντιπρβλ. πάντως και ΑΠ 1335/2002 ΠΛογ 2002, 1717 [η οποία απέρριψε τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, αφού με βάση το σκεπτικό της η αναιρεσείουσα δεν διευκρίνιζε «για την έκδοση πόσων και ποιων ακάλυπτων επιταγών καταδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ούτε αν για όλες ή για ορισμένες απ’ αυτές ασκήθηκε η ποινική δίωξη αυτεπαγγέλτως ή μετά από έγκληση ούτε για ποιες απ’ αυτές δεν είχε υποβληθεί η πιο πάνω δήλωση συνεχίσεως της διαδικασίας»]. 356. Άρθρο 510 παρ. 1Θ΄ ΚΠΔ. Πρβλ. [σχετικά με το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής] ΑΠ 849/2000 ΠοινΧρ 2001, 148, ΑΠ 459/2000 ΝοΒ 2000, 1177. 357. Προτού, λ.χ., αναβληθεί η δίκη κατ’ άρθρο 352 ΚΠΔ.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=