ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ 345 επιβαρυντικές καταθέσεις, που αυτός έδωσε πριν αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου είτε στα πλαίσια αστυνομικής ή αυτεπάγγελτης προανάκρισης είτε συναφούς ένορκης διοικη- τικής εξέτασης (βλ. ΑΠ Ολ 1/2004, ΠοινΧρον 2005, 113, σε σχέση με ΕΔΕ διενεργηθείσα από στρατιωτικούς υπαλλήλους). 625 Άρθρο 31 ΚΠΔ (Γενικοί και ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι): «1. Η προανάκριση και η προκαταρ- κτική εξέταση διενεργούνται ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και υπό τη διεύθυνσή του: α) από τους πταισματοδίκες και όπου δεν υφίσταται ειδικό πταισματοδικείο από τους ειρηνοδίκες, β) από τους αρμόδιους βαθμοφόρους της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος, που ορίζονται στους αντίστοιχους οργανισμούς ως γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι και γ) από δημοσίους υπαλλήλους, όπου αυτό προβλέπεται σε ειδικούς νόμους, που ορίζονται ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι. 2. Στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος (άρθρα 245 παρ. 2, 250 παρ. 2) αυτεπάγγελτη προανάκριση ενεργεί και ο ανακριτής. Την ως άνω προανάκρι- ση κατά των ανηλίκων μπορεί να την ενεργεί ο ειδικός ανακριτής ανηλίκων. 3. Όλοι οι ανωτέρω υποχρεούνται να εκτελούν αμελλητί τις παραγγελίες των δικαστικών και των εισαγγελικών αρχών σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.». Ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι, οι οποίοι ενεργοποιούνται για ορισμένα μόνο εγκλήματα που σχετίζονται με την υπηρεσία τους και όχι γενικώς για όλα (σε αντίθεση με αυτό που πράττουν οι γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι) , είναι π.χ. οι δασικοί υπάλληλοι για τις παραβάσεις περί τα δάση, οι διευθυντές των φυλακών για τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται στον χώρο του σωφρονιστικού καταστήματος, οι αξιωματικοί της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για εγκλήματα εμπρησμού, οι αερολιμενάρχες, οι υπάλληλοι και ιδίως οι επιθεωρητές του Υπουργείου Οικονομικών, οι αξιωματικοί του Λιμενικού Σώματος για εγκλήματα περί την θάλασσα, οι τελωνειακοί υπάλληλοι για τα εγκλήματα λαθρεμπορίας, οι υπάλληλοι των Δ.Ο.Υ. για τα φορολογικά εγκλήματα κ.λπ. 626 να αποκαλύψει τα σχετικά με την ενοχή του. Βλ. για τις σχετικές αποδεικτικές απαγορεύσεις και παρακάτω (όγδοο μέρος του παρόντος). 625. Βλ. ΑΠ 336/2008, ΠοινΔικ 2008, 1253, ΑΠ 800/2008, ΠοινΔικ 2008, 1404, ΑΠ 1058/2009, ΠοινΔικ 2010, 142: «Εξάλλου, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Συμβουλίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 ΚΠΔ, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ΄ και 484 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠΔ, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για “δίκαιη δίκη”, που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και στο δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 ΚΠΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής (ΑΠ Ολ 1/2004, ΠοινΧρ ΝΕ/113)». Βλ. το Μέρος Όγδοο του παρόντος για τις αποδεικτικές απαγορεύσεις. 626. Βλ. Π. Καίσαρη σε Λάμπρου Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2011, σελ. 135επ., Αδ. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, 2017, σελ. 134επ.

RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=