ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ 347 Άρθρο 41 ΚΠΔ (Αίτηση δίωξης): «Στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ότι απαιτείται αίτηση της αρχής για να ασκηθεί ποινική δίωξη, η αίτηση γίνεται σε κάθε εκπρόσωπο της εισαγγελικής αρχής, γραπτά ή προφορικά, και συντάσσεται έκθεση.». Άρθρο 42 ΚΠΔ ( Μήνυση αξιόποινων πράξεων ): «1. Εκτός από αυτόν που αδικήθηκε και οποιοσ- δήποτε άλλος έχει το δικαίωμα να καταγγείλει στην αρχή τις αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, τις οποίες πληροφορήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο. 628 2. Η μήνυση γίνεται απευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο το μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της μήνυσης. Μπορεί επίσης η μήνυση να γίνει και προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση. 3. Αν η μήνυση έγινε σε ανακριτικό υπάλληλο, αυτός τη στέλνει χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη εισαγγελέα. 4. Η κατάθεση της μήνυσης μπορεί να γίνεται και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρει προ- ηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 του ΠΔ 150/2001. Οι λεπτομέρειες και οι ειδικότερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». Άρθρο 43 ΚΠΔ ( Έναρξη ποινικής δίωξης - Τρόποι κίνησης - Αρχειοθέτηση ): « 1. Ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, 629 κινεί την ποινική δίωξη, 630 παραγγέλλοντας ανάκριση 631 και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (όπως ισχύει μετά τον Ν 3932/2011 «Σύσταση Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης»), αφού πρόσωπα που εργάζονται σε πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών, επιχειρήσεις καζίνο, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι, κτηματομεσίτες, ορκωτοί ελεγκτές- λογιστές κ.λπ. υποχρεούνται να αναφέρουν τις σχετικές αξιόποινες πράξεις και τις ύποπτες συναλλαγές, αλλιώς τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. 628. Μήνυση συνιστά η καταγγελία περί αξιόποινης πράξης που διώκεται αυτεπαγέλτως, εφόσον υποβάλλεται από τρίτο πρόσωπο, που δεν είναι ο άμεσα παθών από την αξιόποινη πράξη. Αντίθετα, ως έγκληση θεωρείται η καταγγελία, εφόσον αυτή υποβάλλεται από τον άμεσα παθόντα από την αξιόποινη πράξη, δηλαδή τον φορέα του προσβληθέντος έννομου αγαθού (βλ. άρθρα 114επ. ΠΚ), ή επί θανόντος από τους οικείους του, έστω και αν αυτή διώκεται αυτεπαγγέλτως . Επομένως, έγκληση μπορεί να υφίσταται και σε περιπτώσεις πέραν εκείνων, στις οποίες η έγκληση απαιτείται ρητά από τον νόμο ως δικονομική προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής δίωξης . Αυτή η έννοια έχει παγιωθεί στην πρακτική των εισαγγελέων: πρβλ. Β. Αδάμπα σε Λάμπρου Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2011, σελ. 155, Αδ. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, 2017, σελ. 328: «Υπενθυμίζω εδώ ότι μήνυση είναι η καταγγελία αυτεπάγγελτα διωκόμενου εγκλήματος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, εκτός από εκείνο του αμέσως παθόντος και του αδικηθέντος. Ενώ έγκληση είναι η καταγγελία κατ’ έγκληση ή αυτεπάγγελτα διωκόμενου εγκλήματος από τον αμέσως παθόντα ή τον αδικηθέντα». 629. Προφανώς εκ παραδρομής του Νομοθέτη παραλείφθηκε η έκφραση «ή την έγκληση». 630. Με βάση την αρχή της νομιμότητας ή της υποχρεωτικής δίωξης των εγκλημάτων υφίσταται υποχρέωση του εισαγγελέα να ασκήσει την ποινική δίωξη εκτός ορισμένων περιπτώσεων που αναφέρονται στον νόμο (βλ. άρθρα 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50 ΚΠΔ), οπότε γίνεται λόγος για την αρχή της σκοπιμότητας που διέπει την ποινική δίωξη. 631. Η ποινική δίωξη εδώ ασκείται με γραπτή παραγγελία για διενέργεια προανάκρισης προς ανακριτικό υπάλληλο (άρθρο 245 παρ. 1 ΚΠΔ) ή με γραπτή παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης προς ανακριτή (δικαστή).

RkJQdWJsaXNoZXIy MjEyOTk=