ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΩΣ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

Κεφάλαιο ΙΙ 270 αντικειμενικής τελεολογικής ερμηνείας 1192 . Κατά την ερμηνεία της νόμιμης διάταξης, πρέπει να κατασκευαστεί ο κανόνας με τέτοιο τρόπο ώστε τα μέσα που έχει υιοθετήσει ο νομοθέτης να είναι κατάλληλα και επαρκή για τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει 1193 . Ο προσδιορισμός του νομοθετικού στόχου προϋποθέτει με τη σειρά του, να μορφώσει ο δικαστής την πληρέστερη δυνατή εικόνα όσον αφορά το εμπει- ρικό υπόβαθρο του νόμου 1194 . Η απόδειξη της εμπειρικής βάσης («empirisch nachprüfbaren Grundlagen ») 1195 ή, κατά άλλη διατύπωση, μιας εμπειρικά προσδιορίσιμης κατάστασης («empirisch identifizierbaren Zustand ») 1196 στα συνεπειοκρατικά επιχειρήματα, είναι ζήτημα συζητήσιμο λόγω της αδυναμί- ας επαλήθευσής της 1197 . Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η τεκμηριωμένη επίκληση από το δικαστή οιουδήποτε κοινωνικού δεδομένου προϋποθέτει αναγκαία την παράθεση στην απόφαση αναλυτικών και αναμφισβήτητων επιστημονικών στοιχείων προς τούτο 1198 . Ήδη όμως όπως αναλύθηκε ανω- 1192.  E. Feteris , The role of pragmatic argumentation referring to consequences, goals, and values in the justification of judicial decisions, ό.π., σελ.417. Βλ. συναφώς χαρακτηρι- στικά την πρόσφατη ΣτΕ 498/2020 (7μ), στην οποία έγινε δεκτό ότι η δυνατότητα δικαστικής αμφισβήτησης της νομιμότητας της απορρίψεως της ενδικοφανούς προσφυγής αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα του αντίστοιχου διαδικαστικού δι- καιώματος που παρέχεται στους προσωπικώς και αλληλεγγύως ευθυνόμενους, οι οποίοι, λόγω της συμμετοχής τους στη διοικητική διαδικασία που προηγείται της οριστικοποίησης της φορολογικής οφειλής του νομικού προσώπου, νομιμο- ποιούνται ενεργητικώς για την άσκηση προσφυγής κατά της πράξης, με την οποία περατώνεται η προβλεπόμενη εκ του νόμου ενδικοφανής διαδικασία. Σύμφωνα με την απόφαση « Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, η οποία θα απέκλειε τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής για την παραπάνω κατηγορία προσώπων, ανεξαρτήτως του ότι δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο, θα είχε ως συνέπεια να παραμένει ημιτελής και άνευ ουσιαστικού περιεχομένου η παρεχόμενη από το άρθρο 50 παρ. 7 του Κ.Φ.∆. δυνατότητα ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής, αποτέλεσμα που δυσχερώς εναρ- μονίζεται με τη λειτουργία και τον σκοπό που εξυπηρετεί η καθιερούμενη από το άρθρο 63 του Κ.Φ.∆. ενδικοφανής διαδικασία,[ …]» . 1193.  Th. Bustamante , On the Argumentum ad Absurdum in Statutory Interpretation: Its Uses and Normative Significance, ό.π., σελ. 41. 1194.  Πρβλ. Ι. Σαρμά, Η λήψη υπόψη εμπειρικών δεδομένων κατά τον έλεγχο της συ- νταγματικότητας διατάξεων με τις οποίες επιβάλλεται περικοπή αποδοχών (το ζήτημα της «αιτιολογίας» του νόμου), ό.π., σελ. 19. 1195.  « ihre empirische Basis in so vielen Schritten explizit angeben, daß diese erkennbar und nachprüfbar ist » M. Deckert , Folgenorientierung in der Rechtsanwendung, ό.π., σελ. 236. 1196.  M. Hensche , Probleme einer folgenorientierten Rechtsanwendung, ό.π., σελ. 115, H. Rottleuthner , Zur Methode einer folgenorientierten Rechtsanwendung, ό.π., σελ. 107. 1197.  M. Hensche , Probleme einer folgenorientierten Rechtsanwendung, ό.π., σελ. 116. 1198.  Βλ. έτσι Ur. Sadl , Case - case-law - law: Ruiz Zambrano as an illustration of how the Court of Justice of the European Union constructs its legal arguments, ό.π., σελ. 229:

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=