ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΩΣ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ
Προς ένα μεθοδολογικό μοντέλο συνεκτίμησης των συνεπειών 271 τέρω 1199 , τα υφιστάμενα διανοητικά εργαλεία που έχει αναπτύξει ο δικαστής παρίστανται σε γενικές γραμμές ικανά για τον προσδιορισμό του νομοθετικού στόχου, στις περιπτώσεις που δεν υφίστανται για τον τελευταίο επαρκή στοιχεία από τον ιστορικό νομοθέτη. Στις περιπτώσεις που ο νομοθετικός στόχος δεν είναι απόλυτα σαφής, «τις πολιτικές αξίες που αναζητά ο ερμη- νευτής, προκειμένου να διατυπώσει την ερμηνευτική του πρόταση, θα τις βρει στο ελαστικό και ιστορικά προσδιορίσιμο περιεχόμενο των συνταγματικών αρχών και όχι στους αχανείς και απροσδιόριστους χώρους των συγκρουόμε- νων πολιτικών δυνάμεων» 1200 . Τον προσδιορισμό του νομοθετικού στόχου ακολουθεί η επιλογή της εκδοχής με βάση την οποία θα εξυπηρετηθεί αυτός με το βέλτιστο τρόπο. Ο δικαστής έχει το βάρος να δικαιολογήσει τυχόν απόκλιση από την γραμματική ερμη- νεία, τεκμηριώνοντας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η τροποποιημένη εφαρμογή του κανόνα παρίσταται πιο αποδεκτή από τη σκοπιά των στόχων και αξιών που υπηρετεί ο νόμος σε σχέση με μια αυστηρή γραμματική ερ- μηνεία. Ειδικότερα, ο δικαστής οφείλει να εξηγήσει γιατί η πρωτογενής στάθμιση συμφερόντων στην οποία προέβη ο νομοθέτης και η οποία οδήγησε στη διαμόρφωση του συγκεκριμένου κανόνα, θα πρέπει να προσαρμοστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καταλήγει στη διαμόρφωση ενός κανόνα που θα περιλαμβάνει εξαίρεση για τη συγκεκριμένη περίπτωση 1201 . Ο δικαστής έχει εξάλλου την ευθύνη να καταστήσει σαφές ότι ο δικανικός συλλογισμός δεν υποκρύπτει μετάλλαξη της δικαιοδοτικής κρίσης σε πολιτική, ιδίως στις περιπτώσεις νομικών κενών 1202 . Σειρά στο σημείο αυτό έχουν τα κριτήρια με βάση τα οποία ο εφαρμοστής του δικαίου θα προβεί στην αξιολόγηση. «[…] the employment of social (empirical) propositions as consequentialist arguments without acknowledging the contestability of such propositions gives the reasoning an ad hoc and circular tinge. Clearly, this invites criticism of illegitimacy, incoherence and unbridled policy-making. ». 1199. Βλ. ιδίως σελ. 244επ. 1200. Α. Μανιτάκης, ∆ικαιϊκοί καταναγκασμοί και κριτήρια ορθότητας της συνταγματικής ερμηνείας, ό.π., σελ.70. 1201. E. Feteris , Weighing and balancing in the justification of judicial decisions, ό.π., σελ. 22. 1202. Πρβλ. Ι Σαρμά . Η λήψη υπόψη εμπειρικών δεδομένων κατά τον έλεγχο της συ- νταγματικότητας διατάξεων με τις οποίες επιβάλλεται περικοπή αποδοχών (το ζήτημα της «αιτιολογίας» του νόμου), ό.π., σελ.20 « ορθολογικό, θα ήταν όλη η άτυπη διαδικασία δικαστικής εξέτασης των εμπειρικών δεδομένων που στηρίζουν ένα νομοθέτημα, να οργανωθεί σε μια νέα, ειδική για τις υποθέσεις ελέγχου της συ- νταγματικότητας των νόμων, δικονομία, χτισμένη πάνω στην κεντρική συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας δικονομίας, η εκκίνηση θα έχει ως βάση της ένα μαχητό τεκμήριο για τη συνταγματικότητα του επίμαχου νομοθετικού μέτρου, θα μπορεί δε ο δικαστής οργανωμένα, και με αλλεπάλληλες μετατοπίσεις του βάρους αποδείξεως εκατέρωθεν στα μέρη, να φθάνει μέχρι του
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=