ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΝΟΜΙΚΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ 26 εφέσεως δεν απαιτείται αυτή να είναι πλήρως αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη. Εάν ο νομοθέτης ήθελε και στην περίπτωση της εφέσεως κατά βουλευμάτων να είναι πλήρως αιτιολογημένη θα το όριζε ρητά, όπως στην περίπτωση της ασκήσεως εφέσεως κατά καταδικαστικών ή αθωωτικών αποφάσεων (άρθρο 487 του ΚΠ∆ όπως ισχύει σήμερα με την θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας 20 ). 14. Έφεση κατά βουλευμάτων (: Εισαγγελέας - Κατηγορούμενος) Από την διάταξη του άρθρου 478 του ΚΠ∆ όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του νόμου 3904/2010 και τελικά τροποποιήθηκε με τον νέο Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας (Ν 4620/2019) έφεση κατά βουλεύματος ασκείται μόνο για κακούρ- γημα και στις περιπτώσεις που ρητά και περιοριστικά αναφέρονται σ’ αυτήν: α) για λόγους απόλυτης ακυρότητας και β) για εσφαλμένη ευθεία ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Στην περίπτωση που ασκηθεί το ένδικο μέσο της εφέσεως στηρι- ζόμενο σε άλλους πλην των ανωτέρω λόγους (εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών), αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τις διατάξεις των άρθρων 462, 463 και 478 του ΚΠ∆ συνάγεται πως το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών παρέχεται στον κατηγορούμενο μόνον όταν αυτός παραπέμπεται για κακούργημα και στις περιοριστικά στον νόμο αναφε- ρόμενες περιπτώσεις 21 . Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 παρ. 1 του ΚΠ∆ προκύπτει πως οι δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Προς τούτο εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει μεταξύ άλλων και όταν το δικαστικό συμβούλιο προσδίδει σε ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει. Ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ποινικού νόμου υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο υπήγαγε εσφαλμένα στον νόμο τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ως αληθινά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη 22 . Μετά την αντικατάσταση της διατάξεως του άρθρου 478 του ΚΠ∆ με τον νόμο 3904/2010 δεν συνεφεσιβάλλονται και οι τυχόν συρρέουσες συναφείς πλημμεληματικές πράξεις 23 . Στον ανήλικο επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης αν αυτός (ανήλικος) έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του και στην περίπτωση εγκλήματος, 20. ΑΠ Ολ 9/2005, ΑΠ 101/2010, ΑΠ 504/2010, ΑΠ 1142/2012, ΑΠ 678/2015 ΤΝΠ του ∆Σ. 21. ΣυμβΕφΘεσ 899/2018, ΣυμβΘρακ 54/2017, ΣυμβΕφΕυβ 32/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 22. ΑΠ Ολ 2/2002 ΠοινΧρ 2002, 689, ΑΠ 510/2002 ΠοινΧρ 2003, 24, ΑΠ 1/2010, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 4/2010, ΑΠ 9/2010, ΑΠ 81/2010 ΑΠ 24/2010 ΤΝΠ ∆ΣΑ. 23. Βλ. ΑΠ 1338/2018, ΑΠ 645/2014 ΤΝΠ ∆ΣΑ, Αργ. Καρρά , Ερμ. Κωδ. Ποιν. ∆ικον., έκδοση 2016, σελ. 806, Λ. Μαργαρίτη, Ερμ. Κωδ. Ποιν. ∆ικον., έκδοση 2012, σελ. 2.334.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=