ΠΟΙΝΟΛΟΓΙΑ

ΙΙΙ. Η EΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ 512 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ 5. Η μετατροπή της ποινής Α. Προϊσχύσαν δίκαιο Α. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή μπορούσε, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να μετατραπεί από το δικαστήριο σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρ- θρο 82 ΠΚ). Γινόταν δεκτό ότι αυτή η δυνατότητα εναλλαγής της ποινής που επιβλήθηκε εξυπηρετούσε τις ανάγκες της ειδικής προλήψεως, αφού έτσι αποτρεπόταν ο κίνδυνος της «εγκληματογόνου μολύνσεως», τον οποίο αντιμετωπίζει ο πρωτόπειρος εγκληματίας που μπαίνει στη φυλακή για μικρό χρονικό διάστημα. Τούτος ο προσανατολισμός είναι σαφές ότι με την πάροδο του χρόνου σταδιακά αφυδατώθηκε. Παρότι οι γνωστοί από παραπάνω φιλελεύθεροι στόχοι του δεν μπορούσαν να παραβλεφθούν, εξίσου, ωστόσο, ορατή εμφα- νιζόταν η διαρκώς διευρυνόμενη αποσύνδεση του θεσμού της μετατροπής από την ειδική πρόληψη. Η για ορισμένου ύψους ποινές υποχρεωτικότητα της μετατροπής και η αναγω- γή της σε κανόνα για (πολύ περισσότερες και μεγαλύτερου ύψους) άλλες ποινές, οδηγού- σε, υπακούοντας στο δηλωμένο σκοπό του νομοθέτη για αποσυμφόρηση των φυλακών, σε υποχώρηση της ειδικής προλήψεως και προτίμηση της ίσης μεταχειρίσεως. Δύσκολη, πάντως, μια τέτοια πορεία μπορούσε να επικροτηθεί, όσο η επιλογή της ήταν ευκαιριακή και όχι ενταγμένη στα πλαίσια ενός συνολικότερου σχεδιασμού 633 . Η μετατροπή της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής 634 εμφανιζόταν στον προϊσχύσαντα Ποινικό μας Κώδικα με δύο μορφές: τη μετατροπή σε ποινή χρήματος (: άρθρο 82 παρ. 1, 633. Για τον, καταρχήν, δικαιολογητικό λόγο υπάρξεως του θεσμού της μετατροπής της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής βλ. Ζησιάδη, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμ. Β΄, σελ. 261, Κατσαντώνη, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμ. Β΄, σελ. 141, Καϊάφα-Γκμπάντι, Δίκαιο των Ποινικών Κυρώ- σεων, σελ. 400-401, Κουλούρη, σε Χαραλαμπάκη , ΕρμΠΚ, άρθρο 82, σελ. 670-671, Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο - Γενική Θεωρία, σελ. 447 επ. - Για τη «νόθευση» του σκοπού της ειδικής προλήψεως βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι, ό.π., Κουλούρη, ό.π. - Επιφυλακτικός απέναντι στην αντίληψη του νομοθέτη να στηρίξει τη μετατροπή προεχόντως σε ειδικοπροληπτικές παραμέτρους ήταν ο Παρασκευόπου- λος (Die Minimalisierung des Strafübels als Zeck der Strafe, σε «Probleme des Staatlichen Strafens unter besonderer Berücksichtigung des Strafvollzung», 1989,19 επ.). Κατά την άποψή του και εδώ, όπως και στην αναστολή, θα έπρεπε να προστεθεί ως λόγος μετατροπής η δυσαναλογία των κοινω- νικών σε βάρος του δράστη επιπτώσεων της εκτίσεως της ποινής σε σχέση με την προληπτική της προσφορότητα (ή και με το μέγεθος της ενοχής του δράστη). Την άποψη του Παρασκευόπουλου συμμεριζόταν και η Καϊάφα-Γκμπάντι (ό.π.), με επίκληση της (εφαρμοζόμενης και εδώ) αρχής της αναλογικότητας, η οποία επιβάλλει τη συνάρτηση της μη μετατροπής της ποινής με το μέγεθος της (για τη συγκεκριμένη κριθείσα πράξη) ενοχής του δράστη και τις σε βάρος του επιπτώσεις της εκτί- σεως της ποινής στη φυλακή. 634. Ο όρος «περιοριστική» εισήχθη, με το Ν 1941/1991, στη θέση του όρου «στερητική» της ελευθερί- ας ποινή· για την αντικατάσταση αυτή έγινε λόγος στο κεφάλαιο της αναστολής. Η αντικατάσταση του όρου κινείται στη σωστή (συμβολικά και ουσιαστικά) κατεύθυνση, η νομοτεχνική, ωστόσο, προ- χειρότητα του νομοθέτη είναι άμεσα ορατή: στις παρ. 1 και 9 του άρθρου 82 του προϊσχύσαντος ΠΚ χρησιμοποιείτο ο όρος «περιοριστική», ενώ στις παρ. 4, 7, 8, 10 και12 του ίδιου άρθρου (: 82 ΠΚ) χρησιμοποιείτο ο όρος «στερητική» της ελευθερίας ποινή, ενώ στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου γινόταν λόγος για «φυλάκιση».

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=