Η ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ EΝΩΣΗΣ-ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) 11 δου, το Η.Β. προέβη σε υπερτίμηση της στερλίνας για την αποκατάσταση της συναλλαγμα- τικής ισοτιμίας της περιόδου πριν από 1914. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια την υπερ- τίμηση των βρετανικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές, καθώς την περίοδο εκείνη, η τιμή του χρυσού ήταν υπερτιμημένη κατά 10% έως 14% συγκριτικά με τις τιμές του άνθρακα και του χάλυβα και η βρετανική στερλίνα ήταν νόμισμα μετατρέψιμο σε χρυσό. Κατά τη δεκαετία 1921-31, υπήρξε συνεχής αύξηση των εισαγωγών στο Η.Β. έως ότου η πτώση του βρετανικού ΑΕΠ και ο αντίκτυπος από την υιοθέτηση του γενικού δασμού 31 προκάλεσε περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930 μεγάλη μείωση στον όγκο και την αξία των εισαγωγών 32 . Αν και ο όγκος των εξαγωγών παρέμεινε αρκετά υψηλός στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 1920 33 , δεν παρακολούθησε την επέκταση του παγκόσμιου εμπο- ρίου. Η κατάρρευση του παγκόσμιου εμπορίου μετά τη Μεγάλη Ύφεση επηρέασε τις βρε- τανικές εξαγωγές, οι οποίες μειώθηκαν κατακόρυφα μετά το 1920 και δεν ανέκαμψαν ποτέ πλήρως. Το εμπορικό έλλειμμα στο Η.Β. προήλθε από τη μείωση των εξαγωγών και της ανταγωνιστικότητας, καθώς και λόγω της διεθνούς πρακτικής των κρατών, τα οποία συ- ναλλάσσονταν με το Η.Β., να επιβάλλουν δασμούς στις εισαγωγές ως μέτρα προστασίας της εγχώριας παραγωγής. Η ανακοπή της πορείας ανάκαμψης της βρετανικής οικονομίας και η μείωση των εξαγωγών επέφερε, όπως ήταν αναμενόμενο, επιπρόσθετες δυσμενείς κοι- νωνικές επιπτώσεις με μειώσεις των μισθών των εργαζομένων. Προκειμένου να μην επανέλθει η οικονομική κατάσταση στις συνθήκες της περιόδου του μεσοπολέμου, οι Η.Π.Α. και το Η.Β, εργάστηκαν μεθοδικά από κάθε πλευρά του Ατλαντι- κού Ωκεανού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για την προετοιμασία της κα- τάστασης που θα έπρεπε να επικρατεί στην παγκόσμια οικονομία μετά το τέλος του Β’ Πα- γκοσμίου Πολέμου. Ο στόχος τους ήταν κοινός και αφορούσε την αποφυγή της επανάληψης της κατάστασης που δημιουργήθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήτοι την ανατροπή των προϋποθέσεων, οι οποίες προξένησαν την πτώση της παγκόσμιας οικονο- μίας. Οι διαφορές τους έγκειτο στα επί μέρους χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να έχει ο σχεδιαζόμενος μηχανισμός, ο οποίος θα διαδραμάτιζε αυτό τον ρόλο. Ειδικότερα, αν και οι εργασίες και των δύο χωρών τόνιζαν τη σημασία του παγκόσμιου εμπορίου και το ρόλο που θα έπρεπε να έχει ο σχεδιαζόμενος μηχανισμός στην εξομάλυνση των παγκόσμιων εμπορικών σχέσεων, οι Η.Π.Α. υπογράμμιζαν τον σταθεροποιητικό ρόλο του σχεδιαζόμε- νου μηχανισμού, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο τόνιζε την ανάγκη ίδρυσης ενός διεθνούς μη- χανισμού για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. 31. P. Lloyd, S. Solomou, “The impact of the 1932 General Tariff: a difference-in-difference approach ” , Cliometrica , 14/ 2020, σελ. 41-60, https://link.springer.com/content/pdf/10.1007/s11698-019- 00184-z.pdf, (τελευταία πρόσβαση 30.08.2020). 32. N. Horsewood, S. Sen, A. Voicu, “Beggar Thy Neighbour: British Imports during the inter-war years and the effect of the 1932 tariff ” , https://www.etsg.org/ETSG2009/papers/horsewood.pdf , (τελευ- ταία πρόσβαση 30.08.2020). 33. Το 1920 οι εξαγωγές ανέρχονταν σε 1335 εκ. λίρες. 9

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=