ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Κεφαλαιο Τέταρτο: Συμβατικές Σχέσεις [33] 95 Επιπλέον, επειδή με την εκπομπή του θορύβου παραβλάπτεται και η νομή (ή η κατοχή αν πρόκειται για μισθωτή) του Χ επί του διαμερίσματος, μπορεί αυτός ως νομέας (ή κά- τοχος) να προστατευτεί είτε με την αγωγή για τη διατάραξη της νομής (ΑΚ 989) είτε με την αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 733-734· Γεωργιάδης , ό.π., § 31 αρ. 19). Αντιθέτως, ο Χ δεν μπορεί να στραφεί κατά του Ε. Οι Χ και Ε είναι συννομείς μόνο επί των κοινών μερών της πολυκατοικίας και όχι επί των κατ’ ιδίαν διαμερισμάτων. Εξάλλου η ΑΚ 994 εδ. β’ δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, διότι - ως προς την αποκλειστική νομή του ενοίκου επί του διαμερίσματος του, η οποία διαταράσσεται με την πρόκληση του θορύ- βου - οΜ είναι τρίτος (βλ. Καράση , στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 1117 αρ. 49).  Αν, μετά από επανειλημμένες άκαρπες υποδείξεις του Ε προς τον Μ, ο Ε καταγ- γείλει στις αρχές του δευτέρου μήνα τη μίσθωση για τα τέλη του ίδιου μήνα και «για την περίπτωση που ο Μ δεν αλλάξει στάση», είναι έγκυρη η καταγγελία; 1. Σύμφωνα με την ΑΚ 594 ο μισθωτής έχει την υποχρέωση να μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και να τηρεί την πρέπουσα συμπεριφορά απέναντι στους άλλους ενοίκους. Η συμπεριφορά αυτή προσδιορίζεται από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την υποχρέωση του μισθωτή να μην προκαλεί θόρυβο που υπερβαίνει τα μέτρα που η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη επιβάλλουν. Αν ο μισθω- τής παραβιάσει αυτή την υποχρέωση, ο εκμισθωτής έχει το δικαίωμα άμεσης καταγγελί- ας της μίσθωσης, χωρίς τήρηση οποιασδήποτε προθεσμίας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι διαμαρτυρήθηκε προηγουμένως στον μισθωτή ( Γεωργιάδης , Ειδ. Ενοχικό Ι, § 25αρ. 66). 2. Κατά κανόνα κάθε δικαιοπραξία επιδέχεται αίρεση. Κατ’ εξαίρεση, αυτό δεν ισχύει στις περιπτώσεις που το ορίζει ρητά ο νόμος, ιδίως για την προστασία των τρίτων ή των οικο- γενειακών σχέσεων (πρβλ. ΑΚ 306 § 1, 444 εδ. α΄, 1350 § 1 εδ. β΄, 1548, 2001 § 2 εδ. β΄, 2019 § 2 εδ. β΄). Ο κανόνας δεν ισχύει επίσης στις περιπτώσεις που από τη φύση και τον σκοπό της δικαιοπραξίας συνάγεται ότι η τελευταία δεν επιδέχεται αίρεση. Αυτό συμβαίνει συ- νήθως στις μονομερείς δικαιοπραξίες, με τις οποίες ασκείται διαπλαστικόδικαίωμα, όπως η καταγγελία διαρκούς συμβάσεως. Στις περιπτώσεις αυτές, η δήλωση έχει άμεση και δι- απλαστική ενέργεια πάνω στις έννομες σχέσεις άλλων προσώπων. Η ανάγκη προστασί- ας των συμφερόντων των προσώπων αυτών δεν συμβιβάζεται με την αβεβαιότητα που προκαλεί η προσθήκη αιρέσεως (βλ. Γεωργιάδη , Γεν. Αρχές, § 44 αρ. 15). 3. Ορθότερο, όμως, είναι να γίνει δεκτό ότι οι παραπάνω δικαιοπραξίες επιτρέπεται να εξαρτηθούν από αίρεση, όταν η ύπαρξη αβεβαιότητας δεν βλάπτει τα συμφέροντα των προσώπων που δεσμεύονται από την άσκηση της διαπλαστικής δήλωσης. Αυτό συμ- βαίνει ιδίως με τις εξουσιαστικές αιρέσεις, αυτές δηλαδή των οποίων η πλήρωση εξαρ- τάται από τη συμπεριφορά που θα τηρήσει το μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η μο- νομερής δικαιοπραξία ( Γεωργιάδης , Γεν. Αρχές, § 44 αρ. 15 σημ. 11, 16). 4. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου ο εκμισθωτής Ε εξήρτησε την καταγγελία από την αίρεση μη αλλαγής της συμπεριφοράς του Μ, τίθεται ζήτημα εγκυρότητας της κα- ταγγελίας, αφού πρόκειται για καταγγελία διαρκούς σύμβασης υπό αίρεση. Πρέπει, ωστόσο, να γίνει δεκτό ότι ο Ε μπορούσε να εξαρτήσει την καταγγελία από τη συγκε- κριμένη αίρεση, διότι η πλήρωση της αίρεσης αυτής εξαρτάται αποκλειστικά από τη συ- μπεριφορά του ίδιου του Μ και δεν θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντά του.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=