ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

4 [1] ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Η εναλλακτική επίλυση διαφορών είναι γνωστή διεθνώς με τη συντομογραφία “ADR” (Alternative Dispute Resolution). Πρόκειται για εξωδικαστικές διαδικασίες που, με δια- φορετική μορφή, κατατείνουν στην διευθέτηση διαφορών, χωρίς προσφυγή στα κρατικά δικαστήρια. Τα πλεονεκτήματα των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών πηγάζουν, κατά κύριο λόγο, από την ευελιξία τους και την ανεξαρτησία τους από την κρατική γρα- φειοκρατία, που χαρακτηρίζει συχνά την διαδικασία ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων. Οι εναλλακτικοί μηχανισμοί επίλυσης διαφορών χαρακτηρίζονται, συνήθως, από τη συμμετοχή ενός τουλάχιστον τρίτου προσώπου και διέπονται από ελαστικότερη διαδι- κασία, συγκριτικά με την διαδικασία που χαρακτηρίζει την απονομή δικαιοσύνης από τα πολιτειακά δικαστήρια. Ο βασικότερος μηχανισμός εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών είναι η διαιτησία (Arbitration), η οποία αναπτύχθηκε ως, ισότιμη προς την κρατική, μορφή παροχής έννομης προστασίας και γνωρίζει τεράστια απήχηση σε διεθνές επίπεδο. Α. Γενικά χαρακτηριστικά του θεσμού της διαιτησίας – Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Η διαιτησία αποτελεί έναν ευέλικτο μηχανισμό, με τον οποίο ανατίθεται η επίλυση μιας διαφοράς σε τρίτα πρόσωπα (κατά κανόνα ιδιώτες), πέραν των προβλεπόμενων στο Σύνταγμα αρμόδιων κρατικών οργάνων. Κατά το άρθρο 867 ΚΠολΔ: «Διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι θεμέλιος λίθος της διαιτητικής διαδικασίας είναι η συμφωνία διαιτησίας, με την οποία τα μέρη συμφωνούν την υπαγωγή μιας υφιστάμενης ή μέλλουσας να προκύψει ιδιωτικής διαφοράς στη διαιτησία, κατ’ αποκλεισμό της κρατικής δικαιοδοσίας. Η διαιτησία αποτελεί εκδήλωση της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας. Ενώ ο τακτικός δικαστής αντλεί την εξουσία απονομής δικαιοσύνης άμεσα από το Σύνταγμα, η εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου να κρίνει επί της διαφοράς που άγεται ενώπιόν του πηγάζει έμμεσα μεν από το Σύνταγμα και το νόμο, άμεσα δε από τη διαιτητική συμφωνία που συνάπτουν τα συμ- βαλλόμενα μέρη. Με τη συμφωνία για διαιτησία καταλύεται η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων να κρίνουν για τις διαφορές που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας και καθιδρύεται η δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου να αποφανθεί επ’ αυτών. Η συμφωνία διαιτησίας μπορεί να καταρτισθεί αυτοτελώς ή, όπως συμβαίνει συνήθως, ως μέρος μιας ευρύτερης ουσιαστικής σύμβασης μεταξύ των μερών, οπότε γίνεται λόγος για «ρήτρα διαιτησίας» . Με την πρώτη μορφή μπορεί να συναφθεί είτε πριν είτε μετά την εμφάνιση της διαφοράς. Σύμφωνα με τη θεωρία της αυτοτέλειας της διαιτητικής συμφω- νίας, η τελευταία συνιστά αυτοτελή σύμβαση, η οποία διακρίνεται από την ουσιαστική σύμβαση στην οποία αναφέρεται 2 3 . Η αυτοτέλεια της διαιτητικής συμφωνίας ισχύει δε 2. Καΐσης , Ακύρωση διαιτητικών αποφάσεων, 1989, σελ. 129 επομ.· Κουσούλης , Θεμελιώδη Προβλή- ματα της διαιτησίας, 1996, σελ. 1 επομ. 3. Βλ. ΑΠ 1334/2008, ΤΝΠ Qualex.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=