ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
6 [1] ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ μπορούν να συμφωνήσουν (κατά την υπογραφή της αρχικής σύμβασης ή και σε μετα- γενέστερο χρόνο) ότι η διαδικασία φιλικού διακανονισμού θα διέπεται από ορισμένους κανόνες. Τα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν σε οποιαδήποτε τεχνική φιλικού διακανο- νισμού θεωρούν κατάλληλη για τη διευθέτηση της εκάστοτε διαφοράς. Τόσο η διαμεσολάβηση όσο και η συμφιλίωση προϋποθέτουν την παρέμβαση ενός τρίτου προσώπου στην προσπάθεια επίλυσης των διαφορών. Αφετηρία για την ανάπτυξη των δύο (2) θεσμών αποτελεί η παραδοχή ότι τα μέρη (κυρίως λόγω άγνοιας, αντιπαλότητας ή προκατάληψης) δεν είναι πάντοτε σε θέση να εστιάσουν στα κρίσιμα σημεία της εκάστοτε διαφωνίας και να επιδιώξουν μια συμβιβαστική λύση. Ως διαμεσολάβηση (mediation) ορίζεται διεθνώς η εθελοντική διαδικασία κατά την οποία ένας ουδέτερος τρίτος (διαμεσολαβητής) παρέχει τη συνδρομή του στα ενδιαφερό- μενα μέρη, προκειμένου τα τελευταία να καταλήξουν σε μία αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία. Όπως και στη διαιτησία, η υποβολή μιας διαφοράς σε διαμεσολάβηση γίνεται με συμφωνία των μερών, τα οποία απευθύνονται σε έναν τρίτο με στόχο τη φιλική διευθέτηση της δια- φοράς τους. Ο διαμεσολαβητής δεν έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων, αλλά επικουρεί τις διαπραγματεύσεις και βοηθά τα μέρη στον προσδιορισμό των συμφερόντων τους, την ανάπτυξη και την αξιολόγηση των διαθέσιμων επιλογών, και, όπου είναι δυνατόν, την επίτευξη μιας συμφωνίας. Ο διαμεσολαβητής είναι ανεξάρτητος, ήτοι δεν εκπροσωπεί καμία πλευρά και λειτουργεί σε καθεστώς ουδετερότητας και αμεροληψίας. Στόχος του διαμεσολαβητή είναι να συμβιβάσει τα αντιτιθέμενα μέρη. Η διαμεσολάβηση ολοκλη- ρώνεται με τη σύνταξη «πρακτικού διαμεσολάβησης » από το διαμεσολαβητή, το οποίο αναφέρει, μεταξύ άλλων, τη συμφωνία που επιτεύχθηκε ή τη διαπίστωση της αποτυχίας της διαμεσολάβησης. Καθότι ο διαμεσολαβητής δεν έχει αποφασιστική αρμοδιότητα, η σχετική λύση που προκύπτει από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν είναι δεσμευτική για τα μέρη, εκτός αν υπάρχει ρητή αντίθετη συμφωνία. Το πρακτικό διαμεσολάβησης, ωστόσο, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεσθεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 904 παράγρα- φος 2 εδάφιο γ‘ ΚΠολΔ 6 . Στο ελληνικό δίκαιο, η διαμεσολάβηση ρυθμίζεται αφενός από το Ν 3898/2010 περί «Διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος ενσωμάτωσε τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 και θεσμοθέτησε εθνικές διαδικασίες διαμεσολάβησης, αφετέρου από τον πρόσφατο Ν. 4640/2019 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις - Περαιτέρω εναρμόνισης της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 και άλλες διατάξεις». Σε διεθνές επίπεδο, αξιοσημείωτη απήχηση έχουν οι Κανόνες Διαμεσολάβησης του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC Mediation Rules) 7 . 6. Βλ. άρθρο 9 παρ. 3 Ν 3898/2010. 7. Όπως ισχύουν από 1/1/2014, βάσει και των διευκρινιστικών οδηγιών του 2014 (ICC Mediation Guidance Notes). Τόσο οι Κανονισμοί Διαμεσολάβησης του ΔΕΕ όσο και οι σχετικές διευκρινιστικές οδηγίες που τους συνοδεύουν είναι διαθέσιμοι στην επίσημη ιστοσελίδα του ΔΕΕ (www.iccwbo. org).
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=