ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
8 [1] ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ η βασική διαφορά της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης από τη διαιτησία. Επί της τελευ- ταίας συμφωνείται επίλυση υφιστάμενης ή μέλλουσας να προκύψει ιδιωτικής διαφοράς και αντικείμενο αυτής μπορεί να είναι έννομη σχέση και όχι διαπίστωση πραγματικού γεγονότος. Οι αποφάσεις των διαιτητικών πραγματογνωμόνων δεν επιλύουν τη διαφορά, η οποία ανέκυψε ή μελλοντικά πρόκειται να ανακύψει, ούτε διαγιγνώσκουν δεσμευτικά, με δύναμη δεδικασμένου, ορισμένη έννομη σχέση. Και τούτο διότι η διαιτητική πραγματο- γνωμοσύνη αποτελεί πρόκριμα για την επίλυση της διαφοράς από το δικαστήριο και έχει ως αντικείμενο τη δημιουργία αποδεικτικού μέσου επί πραγματικών περιστατικών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης επί ορισμένης διαφοράς 13 . Το τακτικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται της εκδίκασης της υπόθεσης, παρά την ύπαρξη της συμφωνίας περί διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης, δεν στερείται της δικαιοδοσίας προς διάγνωση και επίλυση της επίδικης έννομης σχέσης 14 . Η γνωμοδότηση συμβάλλει στην κατάργηση της υφιστάμενης αβεβαιότητας ως προς ορισμένα πραγματικά περιστατικά της έννομης σχέσης, αποτρέποντας τη γέννηση μιας διαφοράς ή αποτελώντας τη βάση για την επίλυσή της από τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα 15 . Ο διαιτητής πραγματογνώμονας αντλεί την εξουσία του από τη συμφωνία διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης που συνάπτουν τα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 361 του Αστικού Κώδικα. Ο πραγματογνώμονας διαπιστώνει κάποια ουσιώδη για την έκβαση της δίκης πραγματικά γεγονότα, η δε κρίση του αυτή δεσμεύει πλήρως το τακτι- κό δικαστήριο, το οποίο δεν μπορεί να την ελέγξει ως προς το περιεχόμενό της. Ακριβώς επειδή το αποτέλεσμα της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης προσδιορίζει εμμέσως, πλην αποφασιστικώς, την παροχή, καθότι θα αποτελέσει δεσμευτικό αποδεικτικό υλικό για τον τακτικό δικαστή, η συμφωνία διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης θα πρέπει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τη διαιτησία (βλ. άρθρο 869 ΚΠολΔ), να περιληφθεί τον έγγραφο τύπο 16 . Κατά τη νομολογία 17 , ωστόσο, η ανεπιφύλακτη συμμετοχή των μερών στη διαδικασία διεξαγωγής της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης θεραπεύει την έλλειψη έγγραφου τύπου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 869 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Γίνεται δεκτό ότι η συμφωνία για τη διεξαγωγή διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης αποτελεί επιτρεπτή δικονομική σύμβαση, η οποία μπορεί είτε να περιληφθεί ως ρήτρα σε κύρια σύμβαση για μελλοντική αμφισβήτηση ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, είτε να καταρτισθεί ενό- ψει υφιστάμενης αμφισβήτησης για τέτοιο γεγονός πριν από την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της δίκης 18 . Περαιτέρω, καθότι γίνεται δεκτό ότι και στην διαιτητική πραγματογνωμοσύνη τα μέρη αποβλέπουν σε «δίκαιη κρίση», αν η κρίση του διαιτητή πραγματογνώμονα είναι άδικη ή μεροληπτική, συγχωρείται ο, κατόπιν προσφυγής, προσδιορισμός της παροχής 13. Βλ. ΕφΑθ 9420/2005. 14. Βλ. ΕφΑθ 9153/1982 ΕλλΔνη 24 (1983), σελ. 260 επ. Ράμμου - Κουμάντου - Μπέη, Δ 6, 308. Rosen- berg, ένθ.ανωτ. παρ. 166, Ι, 2,σελ. 847. 15. Γ. Βερβενιώτης , Διαιτητική Πραγματογνωμοσύνη, σελ. 139. 16. Στ. Κουσούλης , Θεμελιώδη Προβλήματα της Διαιτησίας· Βλ. ΕφΑθ 3259/1999, ΝοΒ 2000, 1421. 17. Βλ. ΑΠ 375/1975, ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 3259/1999, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ. 18. Βλ. ΜονΠρΑθ 443/2018 (ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=