ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
10 [1] ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ με τα χαρακτηριστικά του αμερικάνικου συστήματος και, για το λόγο αυτό, δεν έχει βρει ιδιαίτερη απήχηση στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις. Η βασική διαφορά της διαιτησίας από τα ως άνω συστήματα εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών έγκειται στο γεγονός ότι η διαιτητική απόφαση είναι δεσμευτική για τα διάδικα μέρη, κάτι το οποίο δεν ισχύει, κατά κανόνα, στις άλλες μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Ένα τελικό και δεσμευτικό αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την προσφυγή στη διαιτητική διαδικασία. Ηπιότεροι μηχανισμοί εναλλακτικής επίλυσης δια- φορών, όπως η διαμεσολάβηση, παρουσιάζουν πράγματι σημαντικά πλεονεκτήματα σε συγκεκριμένες μορφές υποθέσεων. Στις περιπτώσεις αυτές, όμως, η επιτυχής έκβαση της υπόθεσης και η επίλυση της διαφοράς εξαρτώνται αποκλειστικά από την καλή προαίρεση και την συνεργασία των μερών. Σε αντίθεση με τη διαιτησία, ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας των άλλων μηχανισμών επίλυσης διαφορών σημαίνει ότι δεν οδηγούν σε δικαιοδοτική κρίση 22 και, ως εκ τούτου, δεν συνεπάγονται τη δημιουργία δεδικασμένου. 3. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Α. Η διαιτησία υπό το πρίσμα του Συντάγματος Κατά ρητή συνταγματική επιταγή, η εξουσία απονομής της δικαιοσύνης και επίλυσης των διαφορών ανήκει στα τακτικά δικαστήρια. Συγκεκριμένα, το Σύνταγμα της Ελλάδος ορίζει στο άρθρο 20 ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει» . Στο δε άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία» . Ενόψει των ανωτέρω, τέθηκε, κατά το παρελθόν, σε αμφισβήτηση η συνταγματικότητα του θεσμού της διαιτησίας. Το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος αποτελεί το βασικό συνταγματικό έρεισμα του θεσμού της διαιτησίας 23 . Κατά το άρθρο αυτό: «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος» . Ως «νόμιμος δικαστής» δεν νοείται μόνο το κατά νόμο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, αλλά και το όργανο εκείνο, το οποίο, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη, μπορεί να καταστεί αρμόδιο προς επίλυση μιας διαφοράς 24 . Ως εκ τούτου, στην έννοια του νόμιμου δικαστή δεν εμπίπτουν μόνο τα τακτικά δικαστήρια, αλλά και τα διαιτητικά δικαστήρια, δεδομένου ότι η διαιτησία ρητώς αναγνωρίζεται από το νόμο ως μορφή επίλυσης διαφορών (άρθρο 867 ΚΠολΔ) 25 . Με τον τρόπο αυτό, η πολιτεία παραχωρεί ένα τμήμα της δικαιοδοτικής της λειτουργίας σε ιδιώτες. Θεμέλιο του θεσμού 22. Στ. Κουσούλης , Θεμελιώδη Προβλήματα της Διαιτησίας, σελ. 33. 23. Κ. Καλαβρός , Θεμελιώδη ζητήματα του δικαίου της διαιτησίας, σελ. 16. 24. Κ. Καλαβρός , Δίκαιο της Διαιτησίας, σελ. 41. 25. Βλ. διαφορετική προσέγγιση από Αθ. Καΐση , Ακύρωση Διαιτητικών Αποφάσεων, σελ. 49. Κατά τον Καΐση , ο θεσμός της διαιτησίας δεν προσκρούει στο άρθρο 8 παρ. 1, καθότι το εν λόγω άρθρο απαγορεύει τη στέρηση του νόμιμου δικαστή «χωρίς τη θέληση» ενός προσώπου, ενώ η υπαγωγή της διαφοράς στη διαιτησία γίνεται εκουσίως.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=