ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
11 ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ [1] της διαιτησίας είναι η διαιτητική συμφωνία μεταξύ των μερών. Με τη συμφωνία αυτή, τα μέρη αφενός αναγνωρίζουν την εξουσία των διαιτητών προς επίλυση της διαφοράς τους, αφετέρου αποκλείουν την παροχή έννομης προστασίας από τα τακτικά δικαστήρια, κατά τα άρθρα 87 επ. του Συντάγματος. Η ως άνω πράξη ισοδυναμεί με αντικατάσταση του «νόμιμου δικαστή» από άλλον (του οποίου η εξουσία επίσης προβλέπεται από το νόμο), και, συνεπώς, δεν αντίκειται στο άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος 26 . Περαιτέρω, ο αποκλεισμός της δικαιοδοσίας των κρατικών δικαστηρίων (όπως αυτός επέρχεται με τη σύναψη συμφωνίας διαιτησίας) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσκρούει στο άρθρο 20 του Συντάγματος. Το εν λόγω άρθρο ρητώς αναφέρεται σε «δικαίωμα» παροχής έννομης προστασίας από τα τακτικά δικαστήρια, η άσκηση του οποίου από τον δικαιούχο είναι δυνητική 27 . Συνεπώς, η απόφαση των μερών να υπαγάγουν τη διαφορά τους στη δικαιοδοσία των διαιτητών συνιστά επιτρεπτή παραίτηση από το δικαίωμα παρο- χής έννομης προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 20 και υλοποιείται από τα κρατικά δικαστήρια, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87 του Συντάγματος 28 . Πάντως, διατη- ρείται η δυνατότητα των μερών να προσφύγουν ενώπιον των κρατικών δικαστηρίων, με αίτημα την ακύρωση ή αναγνώριση της ανυπαρξίας μιας διαιτητικής απόφασης, υπό τους όρους των άρθρων 897, 900 και 901 ΚΠολΔ. Συνεπώς δεν υφίσταται πλήρης και απόλυτη απεξάρτηση της διαιτησίας από τα κρατικά δικαστήρια, εκτός εάν και αυτό συμφωνηθεί από τους ενδιαφερομένους. Β. Η νομική φύση του θεσμού της διαιτησίας Ζήτημα που προκάλεσε κατά το παρελθόν έντονη θεωρητική διαμάχη αποτελεί η νομι- κή φύση του θεσμού της διαιτησίας. Η σχετική συζήτηση επικεντρώθηκε στο ερώτημα αν η διαιτησία θα πρέπει να υπαχθεί στο νομικό τύπο της «συμβάσεως» ή σε αυτόν της «αποφάσεως». Αντίστοιχα, διαμορφώθηκαν δύο θεωρίες, η «ουσιαστική» και η «δικο- νομική». Η πρακτική σημασία της συζήτησης έγκειται στην αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων που εμφανίζονται στο πλαίσιο της διαιτησίας, με αναζήτηση λύσεων που ανταποκρίνονται στη φύση και την ιδιομορφία του θεσμού αυτού. Η μεν ουσιαστική θεω- ρία υποστήριζε ότι, σε περίπτωση διαπίστωσης νομοθετικού κενού, αυτό θα καλύπτεται με εφαρμογή ουσιαστικών κανόνων δικαίου, η δε δικονομική θεωρία υποστήριζε την εφαρμογή των δικονομικών κανόνων δικαίου 29 . Κατά την ουσιαστική θεωρία, η διαιτησία έχει καθαρά συμβατική προέλευση και η διαιτητική απόφαση συμβατικό χαρακτήρα. Η διαιτησία συνιστά ένα σύνολο συμβατικών σχέσεων, που αποτελούν εκδήλωση της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων. Ο πυρήνας της θεωρίας αυτής αποτυπώνεται στη χαρακτηριστική φράση που διατύπωσε το γαλλικό ακυρωτικό δικαστήριο στην απόφαση “Roses” ήδη από το 1937: «οι διαιτητικές αποφάσεις, 26. Γ. Βερβενιώτης , Διαιτητική Πραγματογνωμοσύνη, σελ. 247· Κ. Καλαβρός , Δίκαιο της Διαιτησίας, σελ. 47. 27. Κ. Καλαβρός , Θεμελιώδη Ζητήματα του Δικαίου της Διαιτησίας, σελ. 19. 28. Κ. Καλαβρός , Δίκαιο της Διαιτησίας, σελ. 51-52. 29. Κ. Καλαβρός , Δίκαιο της Διαιτησίας, σελ. 64.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=