ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

12 [1] ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ οι οποίες έχουν ως βάση τους μια συμφωνία διαιτησίας, αποτελούν μια ενότητα με αυτή και μετέχουν στο συμβατικό της χαρακτήρα» 30 . Κατά την κλασική εκδοχή της δικονομικής θεωρίας, η πολιτεία, με την καθιέρωση του θεσμού της διαιτησίας, αναγνωρίζει σε ιδιώτες το δικαίωμα να ασκούν μέρος της δικαιοδοτικής λειτουργίας που της ανήκει 31 , καθότι προσδίδει νομική ισχύ στη συμφωνία διαιτησίας και εξομοιώνει την διαιτητική με την δικαστή απόφαση. Υπό αυτήν την έννοια, οι διαιτητές ασκούν ένας είδος δημόσιας λειτουργίας. Εξέλιξη της δικονομικής θεωρίας αποτέλεσε η λεγόμενη «δικαιοδοτική θεωρία», σύμφωνα με την οποία οι διαιτητές ανα- λαμβάνουν την επίλυση διαφορών και, συνεπώς, ασκούν δικαιοδοτική λειτουργία, χωρίς όμως να ενεργούν ως πολιτειακά όργανα που ασκούν δημόσιο λειτούργημα. Παλαιότερα, σε άμεση συνάρτηση με το ζήτημα της φύσης της διαιτησίας τελούσε το ερώτημα σχετικά με την εξουσία των διαιτητών να αποφαίνονται επί της ισχύος της συμ- φωνίας διαιτησίας και, κατ’ επέκταση, επί της δικαιοδοσίας τους. Η μεν συμβατική θεωρία απαντούσε αρνητικά στο εν λόγω ερώτημα, με το επιχείρημα ότι, εφόσον η εξουσία των διαιτητών αντλείται ακριβώς από τη συμφωνία διαιτησίας, ενδεχόμενη απόφαση των διαιτητών η οποία δεν θα αναγνώριζε την ισχύ της σχετικής συμφωνίας, θα προερχόταν ουσιαστικά από όργανο που δεν διέθετε την εξουσία να κρίνει σχετικώς. Από την άλλη, κατά τη δικαιοδοτική θεωρία, το διαιτητικό δικαστήριο, όπως και κάθε άλλο δικαιοδοτικό όργανο, θα έπρεπε να έχει την εξουσία να εξετάσει τις προϋποθέσεις της δραστηριότητάς του 32 . Πλέον, αναγνωρίζεται η εξουσία των διαιτητών να κρίνουν και επί των προϋπο- θέσεων της αρμοδιότητάς τους. Κατόπιν της παραδοχής αυτής, ανέκυψε το ερώτημα αν η σχετική κρίση των διαιτητών ως προς την αρμοδιότητά τους δεσμεύει και τα τακτικά δικαστήρια. Στο πλαίσιο της διαμάχης αυτής, διατυπώθηκε στη Γερμανία από τον Walter Habscheid η λεγόμενη θεωρία περί «Kompetenz-Kompetenz 33 » των διαιτητών, σύμφωνα με την οποία η σχετική κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου περί της αρμοδιότητάς του είναι δεσμευτική και για τα τακτικά δικαστήρια. Η εν λόγω θεωρία βρήκε πολλούς υποστηρικτές σε διεθνές επίπεδο. Κατά την κρατούσα σήμερα άποψη, οι διαιτητές δύνανται και αυτε- παγγέλτως να κρίνουν επί του κύρους της διαιτητικής συμφωνίας και, κατ’ επέκταση, επί της δικαιοδοσίας τους 34 . Η σχετική, όμως, κρίση τους δεν δεσμεύει το τακτικό δικαστήριο, το οποίο μπορεί να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση κατά το άρθρο 897 περ. 3 ΚΠολΔ, λόγω μη νόμιμης συγκρότησης του διαιτητικού δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου περί της αρμοδιότητάς του τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο 35 . Η θεωρητική διαμάχη ως προς τη φύση της διαιτησίας έχει σήμερα ατονήσει, καθότι γίνεται πλέον δεκτή η λεγόμενη «μικτή θεωρία», που ουσιαστικά ενοποιεί τις ως άνω 30. Στ. Κουσούλης , Δίκαιο της Διαιτησίας, σελ. 7. 31. Στ. Κουσούλης , Θεμελιώδη Προβλήματα της Διαιτησίας, σελ. 2. 32. Στ. Κουσούλης , Θεμελιώδη Προβλήματα της Διαιτησίας, σελ. 123. 33. «αρμοδιότητα περί αρμοδιότητας» 34. Στ. Κουσούλης , Θεμελιώδη Προβλήματα της Διαιτησίας, σελ. 128 επ. 35. Γ. Βερβενιώτης , Θέματα εκ της ενώπιον των διαιτητών διαδικασίας, ΝοΒ 1973, σελ. 1264.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=