ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑ EΝΝΟΜΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

στασία του οποίου επιδιώκει ο ενάγων. Αρκεί ότι ο τελευταίος επικαλείται και στοιχει- οθετεί έννομο συμφέρον για τη ζητούμενη αναγνώριση. Τούτο γίνεται αντιληπτό ως διαδικαστική προϋπόθεση και κατά γενική παραδοχή συντρέχει, όταν ως προς την ύπαρξη της ζητούμενης να αναγνωριστεί έννομης σχέσης επικρατεί αβεβαιότητα, η οποία μπορεί να αρθεί με την αναγνωριστική απόφαση και το δεδικασμένο της. Η αμ- φισβητούμενη έννομη σχέση δεν είναι αναγκαίο να ανήκει στον ενάγοντα, ο οποίος, υπό τον όρο και πάλι του εννόμου συμφέροντος, μπορεί να ζητήσει την αναγνώριση και ξένης έννομης σχέσης ή και να εναγάγει πρόσωπο, με το οποίο ο ίδιος δεν συνδέ- εται με κάποια έννομη σχέση, αρκεί το έννομο συμφέρον του να στρέφεται κατά του προσώπου αυτού. Δίνεται έτσι η εικόνα ενός, πράγματι, δικονομικού ενδίκου βοηθή- ματος, που ο επίσης δικονομικός κανόνας του άρθρου 70 ΚΠολΔ παρέχει σε οποιον- δήποτε επικαλείται την ανάγκη για αναγνώριση ορισμένης έννομης σχέσης έναντι εκείνου τον οποίο η ίδια αυτή ανάγκη υποδεικνύει. Στο πεδίο της καταψηφιστικής και της διαπλαστικής αγωγής οι δίαυλοι με το ουσιαστικό δίκαιο είναι εξασφαλισμέ- νοι. Στην αναγνωριστική αγωγή, αντίθετα, η σύνδεση με το ουσιαστικό δίκαιο παρα- μένει τουλάχιστον θολή. Από την άλλη πλευρά, στη νομολογία φαίνεται να επικρατεί η θέση ότι το άρθρο 70 ΚΠολΔ, που καθιερώνει την αναγνωριστική αγωγή αποτελεί διάταξη ουσιαστικού και όχι δικονομικούδικαίου, 4 ηπαραβίασητηςοποίας, επομένως,ωςπροςτησυνδρομή, για παράδειγμα, τωνπροϋποθέσεων της έννομης σχέσης 5 και του εννόμουσυμφέροντος 6 , 4. ΑΠ 292/2017, ΧρΙΔ 2017.499· ΑΠ 712/2014, ΧρΙΔ 2014.743 = Αρμ 2015.229· ΑΠ 1158/2014, ΤΝΠ Νόμος (με το σκεπτικό ότι, αν και δικονομικός κανόνας, ρυθμίζει όχι τη διαδικασία, αλλά το πε- ριεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, θεμελιώνοντας την κριθείσα έννομη συνέπεια)· ΑΠ 1192/2007, ΕλλΔνη 2008.1359· ΑΠ 155/2002, ΕλλΔνη 2002.1346. Βλ. όμως αντίθετα ΑΠ 1070/2006, ΝοΒ 2006.1746 = ΕλλΔνη 2009.449· ΑΠ 640/2003, ΝοΒ 2004.33 = ΕλλΔνη 2004.1347. 5. ΑΠ 656/2014, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 508/2013, ΕΠολΔ 2014.485-486, παρατ. Μαρκουλάκη · ΑΠ 780/2007, ΕλλΔνη 2008.1363· ΑΠ 224/2007, ΧρΙΔ 2007.623, σημ. Γεράκη . 6. ΑΠ 292/2017, ΧρΙΔ 2017.499· ΑΠ 468/2010, ΝοΒ 2011.956 = ΕλλΔνη 2013.110, ό.π.π.· ΑΠ 712/2014, ΧρΙΔ 2014.743 = Αρμ 2015.229. Ομοίως ουσιαστικού δικαίου θεωρεί η κρατούσα στη νομολογία άποψη και τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ και χαρακτηρίζει τη γενική διαδικαστική προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος αλλά και τη νομιμοποίηση ως ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παρο- χή έννομης προστασίας, οι οποίες ελέγχονται με τον εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναί- ρεσης (βλ. ενδεικτικά ΟλΑΠ 25/2008, ΕφΑΔΠολΔ 2008.1234· ΑΠ 458/2017, ΕλλΔνη 2017.1075, σημ. Γεωργίου · ΑΠ 330/2017, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1130/2015, ΤΝΠ Νόμος). Βλ. όμως αντίθετα τις αποφάσεις στην επόμενη σημ. Αντίθετη η απολύτως κρατούσα άποψη στη θεωρία. Bλ. αντί πολλών Καλαβρό , Αναίρεση, σ. 430 σημ. 1285, ό.π.π.· Κολοτούρο , σε: Ενώσεις προσώπων, σ. 210, ο οποίος με ακρίβεια διαπιστώνει ότι στη θέση αυτή της νομολογίας επιβιώνει η παρωχημένη διδασκαλία περί των προ- ϋποθέσεων για την παροχή έννομης προστασίας (Rechtsschutzvoraussetzungen· βλ. αναλυτικά κα- τωτ. § 4VI και VII)· Ι. Δεληκωστόπουλο , Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, σ. 398επ.· πιο πρόσφατα διε- ξοδικά Κλαμαρή , ΕΠολΔ 2018. 601επ., ιδίως 611· Αποστολάκη , ΕΠολΔ 2018.235επ. (ο οποίος φαίνεται να συντάσσεται ως προς την κατά κανόνα νομιμοποίηση με την κρατούσα στη θεωρία άποψη, απο- κλίνει όμως σε σχέση με την κατ’εξαίρεση νομιμοποίηση). 2 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=