NOMINEE DIRECTORS - ΕΝΤΕΤΑΛΜΕΝΟΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ

8 Νοminee Directors - Εντεταλμένοι διοικητικοί σύμβουλοι υποθέσεων. Ο βαθμός πίστης (loyalty) που επιδεικνύεται από τους ανεξάρτητους εδσ προς τους εντολείς τους και το εύρος της ανεξάρτητης κρίσης τους, κατά την άσκηση των εξουσιών τους, υποδηλώνει και το μέγεθος της ανεξαρτησίας τους από τους εντολείς, καθορίζοντάς τους ως ανεξάρτητους ή μη 37 . Η ιδιότυπη έννομη σχέση των εδσ τόσο με την εταιρεία όσο και με τους εντολείς μπο- ρεί να ενταχθεί στις γενικές αρχές του δικαίου και ειδικότερα στις σχέσεις αντιπροσω- πευόμενου και αντιπροσώπου (principal and agent) ή εργοδότη και εργοδοτούμενου (employer and employee), πάντοτε σε συνάρτηση με τις αρχές και τους κανόνες του εταιρικού δικαίου. Τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν με την παρουσία των εδσ στο εταιρικό δίκαιο, αφορούν κυρίως τη φύση και την εφαρμογή των καθηκόντων εμπι- στοσύνης προς την εταιρεία. Ειδικότερα τη δυνατότητα συμβιβασμού της ανάληψης υποχρέωσης πίστης από τον εδσ προς τον εντολέα, με το καθήκον του να ενεργεί κα- λόπιστα προς το βέλτιστο συμφέρον της εταιρείας, ως συνόλου 38 καθώς και τον τρόπο αντιμετώπισης της πραγματικής σύγκρουσης του καθήκοντός του προς την εταιρεία με το συμφέρον του εντολέα του. Τα καθοριστικά αυτά ζητήματα επιβάλλουν στους κανό- νες δικαίου την ανάγκη ορθολογικής αντιμετώπισης και διαχείρισης της διαμορφούμε- νης επιχειρηματικής πρακτικής, σε σχέση με τους εδσ. Ήδη, σε κάποιες δικαιοδοσίες του κοινοδικαίου η νομολογία έχει αναπτύξει, σε σημαντικό βαθμό, τις ενδεδειγμένες προ- σεγγίσεις στη σχέση εδσ-εντολέα-εταιρείας· ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την τήρηση των κα- θηκόντων εμπιστοσύνης των εδσ προς την εταιρεία. Στις περιπτώσεις που ο εδσ καταστεί ή κριθεί ως ο αντιπρόσωπος του εντολέα, ο εντο- λέας, ως ο αντιπροσωπευόμενος, αναμένει από τον εδσ την εξυπηρέτηση και την προ- στασία των συμφερόντων του στην εταιρεία 39 . Αυτός είναι εξάλλου ο πρωταρχικός σκο- πός διορισμού του στη θέση συμβούλου. Ο εδσ, μετά από την αποδοχή του διορισμού 37. Paul Redmond, Nominee Directors, University of New South Wales, Law Journal, Vol. 10, p. 194, στη σελ. 195. 38. Η σημασία του όρου «η εταιρεία ως σύνολο» ερμηνεύθηκε αρχικά ως η εταιρική οντότητα (corporate entity), Allen v Gold Reefs of West Africa Ltd [1900] 1 Ch. 656, στις σελ. 671, 682, Sidebottom v Ker- shaw, Leese & Co. Ltd [1920] 1 Ch. 154, στις σελ. 165-166, 171, Shuttleworth v Cox Bros & Co. (Maid- enhead) Ltd [1927] K.B. 9, στις σελ. 23 και 26. Αργότερα στη Greenhalgh v Arderne Cinemas [1950] 2 All E.R. 1120, στη σελ. 1126, το δικαστήριο έκρινε πως η φράση «η εταιρεία ως σύνολο» σημαίνει το σύνολο των μετόχων, ως οργανισμός (as a body). Φαίνεται ωστόσο, πως η σύμπτωση των συμφε- ρόντων μεταξύ του συνόλου των μετόχων και της εταιρικής οντότητας είναι τέτοια που δεν προσφέ- ρει ουσιαστική πρακτική σημασία στη διαμόρφωση της ερμηνείας. Βλ. σχετ. την εξέταση της Japan Abrasive Materials Pty Ltd v Australian Fused Materials Pty Ltd(1998) 16 A.C.L.C. 1172, affirmed in (2000) 33 A.C.S.R. 357 infra, στη σελ. 24. Βλ. επίσης το Κεφ. 3, παρ. 3.1, Καθήκον Εξυπηρέτησης του Βέλτιστου Εταιρικού Συμφέροντος infra, στη σελ. 52 και επόμ. 39. Πρβλ. την Allen v Hyatt (1914) 30 T.L.R. 444 όπου αποφασίσθηκε, επί διαφορετικών γεγονότων, πως αν οι σύμβουλοι κατέστησαν, πραγματικά, αντιπρόσωποι κάποιου μετόχου τότε, σε εξαιρετικές περι- πτώσεις, πιθανό να οφείλουν την εκπλήρωση καθηκόντων προς αυτόν τον μέτοχο.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=