Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΚΤΗΘΕΝΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

1 § 1 Εισαγωγή Α. Αποδεικτικά μέσα και απόδειξη Ι. Η θέση της απόδειξης στο δικονομικό δίκαιο 1. Ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο H επικράτηση, στη συνείδηση των υποκειμένων του κοινωνικού συνόλου, της ιδέας, ότι τις σχέσεις τους θα διέπουν κανόνες και όχι η βίαιη επιβολή, αποτελεί τη βάση του κράτους δικαίου. 1 Η πραγμάτωση της δικαιοκρατούμενης κοινωνίας και η αποτρο- πή της κατίσχυσης του απλώς ισχυρού, απαιτούν την κρατική συνδρομή, ώστε η θέ- σπιση κανόνων δικαίου αποτελεί καταρχήν άσκηση δημόσιας εξουσίας. Αυτό ισχύει τόσο για τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου , δηλαδή τους κανόνες, που ρυθμίζουν τις σχέσεις των υποκειμένων δικαίου απευθείας μεταξύ τους, όσο και για τους κανόνες τους ρυθμίζοντες τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, τους καλούμενους κανόνες δικονομικού δικαίου . Το δικονομικό δίκαιο, αντίθετα από το ουσιαστικό, δεν ρυθμίζει βιοτική σχέση, η οποία εκτυλίσσεται απευθείας μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου, αλλά βιοτική σχέση, στην οποία παρεμβάλλεται δικαιοδοτικό όργανο. 2 Βέβαια, δεν έλκουν όλοι οι κανόνες δικαίου την ισχύ τους από κρατική πράξη εξουσί- ασης. Το έθιμο αποτελεί αναγνωρισμένη πηγή του δικαίου, του ουσιαστικού όπως και του δικονομικού, 3 μη αναγόμενη σε κρατικά υπαγορευμένη δεσμευτική ισχύ, αλλά 1. Η ειρήνευση στις σχέσεις των υποκειμένων επέρχεται με την ύπαρξη κανόνων δικαίου ( ειρήνηδικαί- ουήδικαιική ειρήνη ), όμως η ίδια η θέσπιση κανόνων δικαίου και η εφαρμογή τους προϋποθέτει ήδη την απουσία της (γενικής) σύγκρουσης. Η ειρήνη δεν αποτελεί μόνον αξία (απώτερο στόχο) του δι- καίου, αλλά και προϋπόθεση της ύπαρξής του. Βλ. Larenz , Richtiges Recht, σελ. 33 επ. 2. Η διάκριση των δύο κλάδων δικαίου πραγματοποιείται με βάση τη λειτουργία του κανόνα, με βάση τη ρυθμιστέα ύλη. Δεν είναι αποφασιστικός ο εντοπισμός του κανόνα δικαίου στην έννομη τάξη, αλλά η έννομη σχέση, την οποία ρυθμίζει. Κανόνες δικονομικού δικαίου απαντούν έτσι και εκτός του ΚΠολΔ (ΑΚ 1858), ενώ και ο ΚΠολΔ μπορεί να περιέχει κανόνες ουσιαστικού δικαίου (ΚΠολΔ 940). Για τη διάκριση μεταξύ ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου βλ. Ράμμο , Τόμος Α’, σελ. 3· Henk- kel , Prozessrecht, σελ. 19 επ.· Blomeyer , § 1 II 1· Braun , σελ. 1· Schilken , αρ. 3, 5. 3. Η υπόσταση του δικονομικού εθίμου δεν είναι αναμφισβήτητη. Υποστηρίζεται, ότι ο δικαστής εί- ναι εφαρμοστής μόνον του δικαίου και συνεπώς, δεν μπορεί να συνδράμει στη δημιουργία (εθιμι- κών) κανόνων δικαίου ( Kleinfeller , σελ. 17). Κύριοι ανασχετικοί παράγοντες είναι στην πραγματικό- τητα, αφενός, το γεγονός, ότι χάριν διαφάνειας της διαδικασίας οι περισσότεροι δικονομικοί κανό-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=