Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΚΤΗΘΕΝΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

8 §1. Εισαγωγή διεξαγωγή απόδειξης άνευ ορισμένου, προς διαλεύκανση, θέματος. Θέμα ή αντικεί- μενο της απόδειξης αποτελούν παραδοσιακά οι υποθέσεις περί γεγονότων, 33 ως γεγο- νότα δε νοούνται οι παρελθούσες ή ενεστώσες καταστάσεις, που αφορούν στον εξω- τερικό ή εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. 34 Εφόσον τις υποθέσεις περί γεγονότων εισφέρουν οι ίδιοι οι διάδικοι υπό μορφή ισχυρισμών, μπορεί να ειπωθεί, ότι αντικεί- μενο της απόδειξης συνιστούν οι πραγματικοί αυτοί ισχυρισμοί. Αντικείμενο της από- δειξης αποτελεί όμως ενίοτε όχι πραγματικό, αλλά νομικό ερώτημα, η ύπαρξη δηλα- δή και το περιεχόμενο ημεδαπού ή αλλοδαπού εθιμικού κανόνα ή η ύπαρξη και το περιεχόμενο αλλοδαπού, γραπτού, κανόνα δικαίου. Η διαλεύκανση του αποδεικτέου ζητήματος συνεπάγεται την άντληση άγνωστων στο υποκείμενο της απόδειξης πληροφοριών, προϋποθέτει την πρόσβαση σε αντίστοι- χους φορείς πληροφοριών και την αντίληψη του περιεχομένου τους. Οι πηγές πλη- ροφοριών μπορεί να είναι έμψυχες (μάρτυρες) ή άψυχες (έγγραφα ή άλλα πράγματα), η δε αντίληψη του περιεχομένου τους είναι άμεση, πραγματοποιείται δηλαδή απευ- θείας από τον δικαστή, μπορεί όμως να είναι και έμμεση, ιδίως όταν ο δικαστής δεν διαθέτει τα κατάλληλα για την ίδια αντίληψη προσόντα. Οι διαθέσιμες στον δικαστή πηγές γνώσης και η αντίληψη από μέρους του των περιεχομένων σε αυτές πληροφο- ριών συνιστούν τα μέσα της απόδειξης . 35 Ως αποδεικτικά μέσα ορίζει ο ΚΠολΔ (στο άρθρο 339 αυτού) την ομολογία, την αυτοψία, τα έγγραφα, την πραγματογνωμοσύ- νη, την εξέταση των διαδίκων, τη μαρτυρία, τις ένορκες βεβαιώσεις και τα δικαστικά τεκμήρια. Το σύστημα απόδειξης, το οποίο χαρακτηρίζει η πρόβλεψη συγκεκριμέ- νης διαδικασίας σε συνδυασμό με τον αριθμητικό περιορισμό (numerus clausus) των αποδεικτικών μέσων, αποδίδεται με τον όρο αυστηρή απόδειξη . 36 Κατ’ αντιδιαστο- λή, ελεύθερη είναι η απόδειξη, στην οποία δεν ισχύουν διαδικαστικές διατυπώσεις, αλλά ούτε και αριθμητικός περιορισμός των μέσων απόδειξης. 37 Σύμφωνα με το άρ- θρο 347 ΚΠολΔ, όπου επιτρέπεται πιθανολόγηση , 38 ισχύει ελεύθερη απόδειξη, οπό- τε ο δικαστής δεν δεσμεύεται από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 339 ΚΠολΔ κατάλο- 33. Η διατύπωση, αντίθετα, ότι αντικείμενο απόδειξης συνιστά το ίδιο το γεγονός, είναι ανακριβής, κα- θώς το τι αποτελεί εν τέλει γεγονός προκύπτει από τη διεκπεραίωση της αποδεικτικής διαδικασί- ας και μάλιστα, μετά από την εξάντληση των διαθέσιμων ένδικων μέσων, που επιτρέπουν την επα- νεξέταση της υπόθεσης στην ουσία της. 34. Paulus , αρ. 364· Jauernig / Hess , § 49 αρ. 27. 35. Πρβλ. Δέδε , ΝοΒ 1988, 109 επ.· Rosenberg / Schwab / Gottwald , § 111 αρ. 19· Prütting , σε: Lüke/Prüt- ting – Lexikon, σελ. 46. 36. Γέσιου-Φαλτσή , ΔικΑπ, σελ. 75· Braun , σελ. 772· Schneider , Beweiswürdigung, αρ. 1537 επ. 37. Γέσιου-Φαλτσή , ΔικΑπ, σελ. 76· Braun , σελ. 772 επ.· Schneider , Beweiswürdigung, αρ. 1539 επ. 38. Η πιθανολόγηση υποδηλώνει την απόκλιση από το κατά κανόνα ισχύον μέτρο απόδειξης. Ενώ στην περίπτωση της πλήρους απόδειξης, ο δικαστής μπορεί να λάβει υπόψη του ως αληθή τον ισχυρισμό, για τον οποίο δεν υφίστανται βάσιμες αμφιβολίες, επί πιθανολόγησης, αρκεί να υφίστα- νται περισσότερες ενδείξεις υπέρ της αλήθειας του ισχυρισμού, παρά κατά. Βλ. επίσης § 1 Α ΙΙΙ 2.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=