Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΚΤΗΘΕΝΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

Α. Αποδεικτικά μέσα και απόδειξη 9 γο των αποδεικτικών μέσων και δεν έχει την υποχρέωση να εφαρμόσει τις διατάξεις, που ισχύουν για την αποδεικτική διαδικασία ή τη δύναμη των μέσων απόδειξης. 39 Συνοψίζοντας, τα στοιχεία, τα οποία προσδίδουν υπόσταση στη διαδικασία της από- δειξης, είναι το προς εξέταση θέμα και το συνδεδεμένο ή τα συνδεδεμένα με αυτό αποδεικτικά μέσα. ΙΙΙ. Εσωτερικά στοιχεία της απόδειξης Βάσει της λειτουργίας και των εξωτερικών της γνωρισμάτων, η απόδειξη είναι διαδι- κασία συνιστάμενη στην αντίληψη φορέων πληροφοριών προς αποσαφήνιση ορι- σμένου, αμφισβητούμενου και ουσιώδους για την έκβαση της δίκης θέματος. Την απόδειξη χαρακτηρίζουν επίσης στοιχεία, τα οποία, δεν συνθέτουν την εξωτερική της μορφή, αλλά την αναδεικνύουν ως νοητική διεργασία και ειδικότερα, η εκτίμηση της απόδειξης , το μέτρο της απόδειξης και το βάρος απόδειξης . 1. Η εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού Η καθαυτή νοητική διεργασία της απόδειξης συνίσταται στην εκτίμηση του αποδει- κτικού υλικού από τον δικαστή, ήτοι στην επεξεργασία πηγών γνώσης και στην αξι- ολόγησή τους προς εξαγωγή πορίσματος επί του τιθέμενου προς αποσαφήνιση θέ- ματος. 40 Εφόσον η απονομή δικαιοσύνης είναι έργο του δικαστή και η απόδειξη το μέσο κατάστρωσης του δικανικού συλλογισμού, αρμόδιος για την εν τέλει εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού οφείλει να είναι ο δικαστής. Απομένει να προσδιοριστεί, αν αυτή την εκτίμηση θα χαρακτηρίζει το υποκειμενικό στοιχείο της προσωπικής πε- ποίθησης του δικαστή ή αν στο προσκήνιο θα βρίσκονται αντικειμενικά, δεσμευτι- κά για τον δικαστή, στοιχεία. Ο ισχύων ΚΠολΔ απέχει καταρχήν από το σύστημα των νομικών αποδείξεων , ώστε γνωρίζει κατ’ εξαίρεση μόνον αποδεικτικούς κανόνες (κα- νόνες προδιαγράφοντες την αποδεικτική αξία των μέσων απόδειξης, βλ. ΚΠολΔ 352 Ι, 438 εδ. α’) και εισάγει τον κανόνα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (ΚΠολΔ 340 ΙΙ 1). 41 Ο δικαστής κρίνει καταρχήν ελεύθερα τα διαθέσιμα αποδεικτικά μέσα ως 39. Αφού τα δικαστικά τεκμήρια αποτελούν κάθε πηγή γνώσης (πέραν των ενόρκων βεβαιώσεων, των μαρτύρων, των εγγράφων, της αυτοψίας, της πραγματογνωμοσύνης, της εξέτασης των διαδίκων, βλ. § 1 Β IV 1), είναι αμφίβολο τι άλλα αποδεικτικά μέσα υπάρχουν, τα οποία να καθίστανται αξιο- ποιήσιμα στο πλαίσιο του ΚΠολΔ 347. Υπό το πρίσμα αυτό, η ελεύθερη απόδειξη κατά τον ΚΠολΔ, μπορεί να νοηθεί ως μη δέσμευση από την προβλεπόμενη αποδεικτική διαδικασία ή και ως απερι- όριστη αξιοποίηση, χωρίς τον περιορισμό του ΚΠολΔ 395, κάθε διαθέσιμης πηγής γνώσεως, ακό- μη και των ίδιων των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων. 40. Ενδεικτικά Γέσιου-Φαλτσή , ΔικΑπ, σελ. 93· Prütting , σε: Lüke/Prütting – Lexikon, σελ. 49. 41. Από τη διατύπωση του ΚΠολΔ 340 ΙΙ 1 (αλλά και αυτή του ΚΠολΔ 591 V) συνάγεται ότι την πεποί- θησή του ο δικαστής μπορεί να τη σχηματίσει μόνο μέσω της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι (σε αντίθεση με το γερμανικό αστικό δικονομικό δίκαιο, § 286 Ι ZPO) αξιοποιώντας τα όσα διη-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=