Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΚΤΗΘΕΝΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

10 §1. Εισαγωγή προς την αξία τους και αποφασίζει επίσης ελεύθερα για την αλήθεια των υπό εξέτα- ση πραγματικών ισχυρισμών. Παραμένει ωστόσο, δέσμιος των διδαγμάτων της κοι- νής πείρας και κατ’επέκταση, των νόμων της φύσης και των κανόνων της λογικής (βλ. ΚΠολΔ 336 ΙV, 559 αρ. 1 εδ. β’). 42 2. Το μέτρο της απόδειξης Με την εκτίμηση της απόδειξης δεν πρέπει να συγχέεται το μέτρο της απόδειξης . Κατά την εκτίμηση της απόδειξης, εξετάζεται αν επετεύχθη ο σχηματισμός δικανικής πεποί- θησης, ενώ το μέτρο απόδειξης απαντάει στην ερώτηση, πότε μπορεί να επιτευχθεί ο σχηματισμός δικανικής πεποίθησης. 43 Το μέτρο της απόδειξης υποδηλώνει τον ικανό, αλλά και αναγκαίο βαθμό πεποίθησης, τον οποίον οφείλει να αποκτήσει ο δικαστής, προκειμένου ο αμφισβητούμενος πραγματικός ισχυρισμός νααποτελέσει βάση της δι- καστικής απόφασης. Ο καθορισμός του απαιτούμενου βαθμού πεποίθησης αποτελεί νευραλγικό σημείο του δικονομικού δικαίου, καθώς από αυτόν εξαρτάται αν θα απαγ- γελθεί εν τέλει ή όχι από το δικαστήριο η έννομη συνέπεια του εφαρμοστέου κανόνα. Το μέτρο απόδειξης διαδραματίζει ουσιαστικά ρόλο δευτερεύουσας κατανομής εννό- μων συνεπειών και αξιώνει εμφατικά την ασφάλεια δικαίου, νοούμενη τόσο ως προ- βλεψιμότητα του απαιτούμενου βαθμού πεποίθησης, όσο και ως ομοιόμορφη εφαρ- μογή του. 44 Ως εκ τούτου, το μέτρο απόδειξης δεν μπορεί να αφεθεί στην κρίση του δικάζοντος, αλλά οφείλει να ρυθμίζεται κανονιστικά: γενικά και αφηρημένα εκ των προτέρων. 45 Το μέτρο απόδειξης συνιστά, κατά συνέπεια, νομικό ζήτημα και όχι, εν αντιθέσει με την εκτίμηση των αποδείξεων, κρίση περί τα πράγματα. 46 μείφθησαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, στο πλαίσιο της προβολής των πραγματικών ισχυρι- σμών από τους διαδίκους ή της προσωπικής ακρόασής τους κατ’ άρθρο 245 ΚΠολΔ. Η αξιοποίη- ση της συζήτησης είναι κατ’εξαίρεση δυνατή, όταν εφαρμόζεται το άρθρο 347 ΚΠολΔ, οπότε και ισχύει η ελεύθερη απόδειξη. 42. Δεληκωστόπουλος , Εκτίμηση, σελ. 55 επ.· Νίκας , Εγχειρίδιο, σελ. 438· Prütting , σε: Lüke/Prütting – Lexikon, σελ. 49. 43. Γέσιου-Φαλτσή , ΔικΑπ, σελ. 72· Prütting , σε: Lüke/Prütting – Lexikon, σελ. 50· Baumgärtel/ Laumen , HdB – Grundlagen, Kap. 5 αρ. 1 επ. 44. Baumgärtel/ Laumen , HdB – Grundlagen, Kap. 5 αρ. 3, 10. 45. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ένα σχετικό μέτρο απόδειξης, καθοριζόμενο από το προσωπικό κριτήριο του εκάστοτε δικαστή, καθώς σε τέτοια περίπτωση η επέλευση των έννομων συνεπειών θα εξαρ- τάται από την αυστηρότητα, με την οποία ο κάθε δικαστής ορίζει την πεποίθησή του περί την αλή- θεια. Η, σύμφωνα με το άρθρο 340 ΙΙ 1 ΚΠολΔ, κατά συνείδηση απόφαση περί της αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών, δεν πρέπει να νοηθεί ως υποκειμενικός προσδιορισμός του αναγκαί- ου βαθμού πεποίθησης (υποκειμενικός προσδιορισμός του όρου αληθινός ), αλλά ως υποκειμενι- κή εκτίμηση περί της πλήρωσης του εκ των προτέρων, γενικά και αφηρημένα, προσδιορισμένου μέτρου απόδειξης (αντικειμενικός προσδιορισμός του όρου αληθινός ). Πρβλ. όμως Γέσιου-Φαλ- τσή , ΔικΑπ, σελ. 72 επ. 46. Baumgärtel/ Laumen , HdB – Grundlagen, Kap. 5 αρ. 3.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=