ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΗΛΙΚΩΝ

Η εγκληματικότητα των ανηλίκων και η αντιμετώπισή της 4 Η μέχρι τότε ποινική διαδικασία είχε έντονα χαρακτηριστικά αυθαιρεσίας (μέσω του απόλυτου δικαιώματος του Μονάρχη), με βασανισμούς των εγκληματιών για την απόσπαση της ομολογίας τους και επιβολή απάνθρωπων ποινών, η εκτέλε- ση των οποίων αποτελούσε δημόσιο θέαμα: με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η επιβεβαίωση της αδιαφιλονίκητης εξουσία του Μονάρχη. Η θέση, λοιπόν, ότι το έγκλημα αποτελεί ουσιαστικά πράξη που στρέφεται κατά του Μονάρχη, με την άνοδο της αστικής τάξης, μεταβάλλεται σε πράξη που πλήττει τα κοινωνικά αγα- θά και κατ’ επέκταση όλους τους πολίτες. Έτσι, η απάντηση στο έγκλημα από την οργανωμένη κοινωνία δεν μπορεί να έχει απάνθρωπα χαρακτηριστικά: η παραβί- αση των κανόνων που έχουν θεσπιστεί για το καλό όλων των πολιτών θα πρέπει να προβλέπει μια δίκαιη διαδικασία με σαφείς κανόνες και αντίστοιχη μεταχείρι- ση με ανθρώπινο προσανατολισμό. Οι Διαφωτιστές 10 , λοιπόν, πρότειναν αλλαγές που οδήγησαν ιστορικά στη θεμε- λίωση του τεκμηρίου της αθωότητας, στην ύπαρξη μιας δικαιοκρατικής διαδικα- σίας με εγγυήσεις για τον κατηγορούμενο, επηρεάζοντας, περαιτέρω, καταλυτι- κά το είδος των επιβαλλόμενων ποινών και την εκτέλεσή τους: από τη θανατική ποινή και τις σωματικές ποινές μεταβαίνουμε στις στερητικές της ελευθερίας ποι- νές. Βασικό επίσης χαρακτηριστικό αποτέλεσε η θεμελίωση της αρχής της αναλο- γικότητας, δηλαδή η αναλογία της βαρύτητας του εγκλήματος που τελέστηκε με την βαρύτητα της ποινής που επιλέγεται να επιβληθεί. Ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό έχουμε μια πρώτη μετάβαση στο Κράτος Δικαίου, που διέπεται από νόμους, οι οποίοι δεσμεύουν εξίσου τους πολίτες και την κρατική εξουσία, εφαρμόζονται αμερόληπτα προς όλες τις κατευθύνσεις και αποσκοπούν πρώτιστα στην προστα- σία του πολίτη από την κρατική αυθαιρεσία 11 . Το άτομο, λοιπόν, αναγνωρίζεται ως υποκείμενο δικαίου (δηλαδή φορέας δικαιω- μάτων και υποχρεώσεων), συνεπώς η κρατική εξουσία θα πρέπει να προβλέπει δι- αδικασίες για την τυποποίηση του εγκλήματος και τη δίκαιη τιμώρηση του δράστη, διασφαλίζοντας δικαιώματα και ελευθερίες, με εγγυητή το Κράτος: με τον τρόπο αυτό ο παραβάτης του ποινικού νόμου (με εξαίρεση τους διανοητικά άρρωστους και τα παιδιά) θεωρείται ότι, έχοντας ελεύθερη βούληση, είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του. Έτσι, η Κλασική Σχολή έδωσε έμφαση όχι στον εγκληματία, αλλά στην εγκληματική πράξη που διέπραξε και στη δίκαιη και ανάλογη τιμωρία του, με στόχο την αποτροπή του, μέσω της λειτουργίας της απειλούμενης ποινής. Έτσι και στο ζήτημα των ανηλίκων δραστών, η ιδιαιτερότητα της μεταχείρισής τους έγκει- ται μόνο στην δυνατότητα αναγνώρισης του «μειωμένου καταλογισμού» 12 . 10. Πρβλ. Δ. Κιούπη , Η επίδραση του Διαφωτισμού στο Ποινικό Δίκαιο, σε Λ. Κοτσαλή / Δ. Κι- ούπη (επιμέλεια), Ιστορία του Ποινικού Δικαίου και των Ποινικών Θεσμών, εκδ . Αντ. Σάκ- κουλα Αθήνα 2007, σελ. 91 επ. 11. Βλ. σχετικά Δ. Τσάτσου , Συνταγματικό Δίκαιο, γ’ έκδοση, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1985, σελ. 254-261. 12. Βλ. αναλυτικά Ρ. Μπενβενίστε , Η ποινική καταστολή της νεανικής εγκληματικότητας τον 19ο αιώνα (1833-1911), εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1994.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=