ΓΑΛΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ/ΕΛΛΗΝΟ-ΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ
abattage à bon droit 4 tention , απεκδύομαι από κάθε τίτλο και δικαίωμα κυριότητας, νομής ή κατοχής, chose (ou objet) abandonnée , εγκατα- λελειμμένο πράγμα, enfant abandon- né , έκθετο τέκνο, épouse abandonnée , εγκαταλελειμμένη σύζυγος από τον σύ- ζυγό της, objet (ou chose) abandonnée, εγκαταλελειμμένο πράγμα (ή αντικείμε- νο) , question de fait abandonnée à l’ap- préciation du juge saisi , ζήτημα που επαφίεται στην κρίση του επιληφθέντος δικαστηρίου. abattage (ουσ. αρσ.) , σφαγή , abattage ri- tuel , σφαγή για θρησκευτικούς λόγους , méthodes d’abattage d’animaux , μέθο- δοι σφαγής ζώων. abattement (ουσ. αρσ.) , έκπτωση, abat- tement à la base , έκπτωση επί της φο- ρολογητέας ύλης, abattement d’impôt , έκπτωση φόρου, abattement pour en- fants à charge , μείωση φόρου για (προ- στατευόμενα) τέκνα, abattement fiscal , φορολογική έκπτωση, abattement fiscal pour investissement , φορολογική απαλ- λαγή λόγω επενδύσεων, abattement for- faitaire , έκπτωση κατ’ αποκοπήν, πράξη κύριας αναχρηματοδότησης (στα πλαί- σια του Ευρωσυστήματος), abattement pour personnes âgées , μείωση φόρου για ηλικιωμένους, abattement pour per- sonnes invalides , μείωση φόρου για άτο- μα με ειδικές ανάγκες, abattement sur le revenu imposable , έκπτωση από το φο- ρολογητέο εισόδημα, abattement sup- plémentaire , πρόσθετη έκπτωση (ασφα- λιστικών εισφορών). abdicatif, -ive (επίθ.) , παραιτούμενος, acte abdicatif , πράξη παραίτησης. abdication (ουσ. θηλ.) , παραίτηση, απο- ποίηση ανωτάτου αξιώματος της Πολι- τείας. abdiquer (ρ.μ.) , παραιτούμαι, abdiquer la couronne , παραιτούμαι από το στέμ- μα, abdiquer le trône , παραιτούμαι από το θρόνο. ab intestat (λατ.) , εξ αδιαθέτου, succes- sion ab intestat , διαδοχή εξ αδιαθέτου (γαλλΑΚ 721 επ., γαλλΚΠολΔ 1334 επ.). ab irato (λατ.) , εν βρασμώ ψυχής. abolir (ρ.μ.) , καταλύω, καταργώ, abolir la Constitution , καταλύω το Σύνταγμα, abolir la peine de mort , καταργώ τη θα- νατική ποινή. abolitif, -ive (επίθ.) , καταργητικός, που καταργεί, décret abolitif , καταργητικό διάταγμα. abolition (ουσ. θηλ.) , κατάργηση, κατά- λυση, abolition de la Constitution , κα- τάλυση του Συντάγματος, abolition de la contrainte par corps , κατάργηση της προσωποκράτησης, abolition de toute discrimination , κατάργηση κάθε διακρί- σεως, abolition de l’esclavage , κατάρ- γηση της δουλείας, abolition du travail forcé , κατάργηση της αναγκαστικής ερ- γασίας, abolition de la torture , κατάργη- ση των βασανιστηρίων. abolitionnisme (ουσ. αρσ.) , καταργη- τισμός, abolitionnisme de l’esclavage , ιδεολογικό ρεύμα υπέρ της κατάργη- σης της δουλείας, abolitionnisme de la peine de mort , ιδεολογικό ρεύμα υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής, abolitionnisme de la torture , ιδεολογι- κό ρεύμα υπέρ της κατάργησης των βα- σανιστηρίων. abolitionniste (ουσ. αρσ., επίθ.) , υποστη- ρικτής του καταργητισμού, État aboli- tionniste , κράτος που υποστηρίζει το ιδεολογικό ρεύμα του καταργητισμού. à bon droit (λατ.) , δικαίως.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=