ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

2 Εισαγωγικό Σημείωμα Η γενική αρμοδιότητα επί ακυρωτικών διαφορών ανήκει εις το ΣτΕ (Άρθρο 95 παρ. 1 στοιχ α Σ) , το οποίο άνευ ετέρου επιλαμβάνεται των αιτήσεων ακυρώσεως κατά κανο- νιστικών πράξεων. Για την ορθή δικονομική υπαγωγή μιας διαφοράς ερευνητέα τυγχάνει κατ’ αρχάς ηφύση της, εάν δηλαδή πρόκειται για ατομική ή κανονιστική πράξη. Εάν πρόκειται για κανο- νιστική πράξη προσβάλλεται απευθείας με αίτηση ακυρώσεως αποκλειστικά στο ΣτΕ. Εάν πρόκειται περί ατομικής πράξεως ερευνητέα κατ’ αρχάς τυγχάνει η τυχόν υπαγωγή της στις διαφορές ουσίας, που εκδικάζονται είτε από τα τδδ (ιδίως οριζόμενα στο άρ- θρο 1 Ν 1406/1983) είτε από το ΣτΕ (Άρθρο 103 παρ. 4 Σ) . Εάν αποκλεισθεί η φύση της διαφοράς ως διαφοράς ουσίας, ερευνάται ακολούθως σε ποιο δικαστήριο υπάγεται η αναφυόμενη ακυρωτική διαφορά. Ελέγχεται εν προκειμέ- νω η τυχόν υπαγωγή της διαφοράς στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφε- τείου (ιδίως οριζόμενα στο Ν 702/1977) ή σε άλλο δικαστήριο (π.χ. Διοικητικό Πρωτο- δικείο επί υποθέσεων αλλοδαπών). Εάν δεν υπάρχει κάποια εξαιρετική αρμοδιότητα τδδ, η αίτηση ακυρώσεως υπάγεται στην γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ, το οποίο έχει το γενικό τεκμήριο αρμοδι- ότητας. Η δικονομική τάξη ενώπιον του ΣτΕ ρυθμίζεται από το ΠΔ 18/1989. Οι διαφορές ουσίας προσδιορίζονται ιδίως στο άρθρο 1 Ν 1406/1983. Οι δικονομικές διατάξεις των διαφορών αυτών (που εκδικάζονται από τα τδδ) καθορίζονται στο ΚΔΔ (Ν 2717/1999) . Υπάρχουν βεβαίως και διαφορές ουσίας (Άρθρο 95 παρ. 1 στοιχείο γ Σ) που εκδικάζονται από το ΣτΕ, όπως η υπαλληλική προσφυγή που προβλέπεται στο άρ- θρο 103 παρ. 4 Σ και ρυθμίζεται ειδικότερα στα άρθρα 41-44 του ΠΔ 18/1989. Το κυριότερο νομοθέτημα για τις ακυρωτικές διαφορές που εκδικάζονται ενώπιον των Διοικητικών Εφετείων τυγχάνει ο Ν 702/1977 (Άρθρο 1 παρ. 1 αυτού) . Η δικονομία των διαφορών αυτών ρυθμίζεται από το ΠΔ 18/1989 (Άρθρο 4 Ν 702/1977) .

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=