ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως παραγνωρίζεται πολλές φορές το αναμφισβήτητο γε- γονός ότι η εφαρμογή του προσφυγικού δικαίου τελείται ως πρακτική από εθνι- κούς θεσμούς, την διοίκηση, την δικαστική λειτουργία και το δικηγορικό σώμα μιας συγκεκριμένης χώρας και έτσι αναγκαστικά διαπλέκεται με την νομική και δικηγορική παράδοση αυτής της χώρας, αυτό που θα λέγαμε την θέσμιο υπόστα- σή της 1 . Αυτό είναι σημαντικό από μόνο του αλλά καθίσταται και επίκαιρο (καθ’ ότι στον σύγχρονο κόσμο η σημασία ανάγεται όλο και περισσότερο στην επικαι- ρότητα) σε δύο πεδία. Το ένα αφορά στα μέρη του δικαίου που δεν ανήκουν στο ουσιαστικό δίκαιο, δη- λαδή το δικονομικό/διαδικαστικό δίκαιο αφενός και το δίκαιο της απόδειξης αφε- τέρου. Το δεύτερο αφορά στον άνισο τρόπο ανάπτυξης του προσφυγικού δικαίου ανά χώρες. Η Ελλάδα για παράδειγμα ως χώρα transit για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρώπη, αναμετρήθηκε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό με τα νομικά ζητήμα- τα που θέτει η λεγόμενη δευτερογενής μετακίνηση των προσφύγων. Η κανονι- κοποίηση των νομικών εργαλείων μεταχείρισης αυτού του φαινομένου (Δουβλίνο, ασφαλής τρίτη χώρα) συνήθως αναμένεται από τα διεθνή δικαστήρια, ενώ βέβαια δεν υπάρχει διεθνές δικαστήριο για το άσυλο, αλλά από την άποψη της ενεργού διαμόρφωσης, το εθνικό ελληνικό δίκαιο έχει ιδιαίτερη αξία ως αφετηρία, είτε τε- λικώς επικυρωθεί είτε υπερβαθεί από κρίσεις διεθνείς ή άλλων κρατών. Υπάρχουν λοιπόν θετικοί και αρνητικοί λόγοι που μας καλούν να εξετάσουμε το προσφυγικό δίκαιο εστιάζοντας στην εθνική παράδοση και να μετακινηθούμε από την κλασική αφετηρία κριτικής του εθνικού δικαίου και της εφαρμογής του από την σκοπιά του διεθνούς δικαίου ή άλλων, πιο ανεπτυγμένων, εθνικών παραδό- σεων, όπως είναι κατ’ εξοχήν η αγγλοσαξωνική. Ο πρώτος είναι πραγματικός ή πραγματιστικός: ούτως ή άλλως αυτός που πρέπει να πεισθεί για τα προσόντα παροχής προστασίας ενός εισερχόμενου είναι ο εθνικός δικαστής, ο οποίος δια- μόρφωσε την συνείδησή του δικάζοντας υποθέσεις άλλων κλάδων του δικαίου, εφαρμόζοντας μια συγκεκριμένη δικονομία και υπηρετώντας εν τέλει μια εθνική έννομη τάξη. Ο δεύτερος είναι θετικά αξιολογικός: η εθνική έννομη τάξη μπορεί να έχει να προσφέρει στην επεξεργασία και εξέλιξη των εννοιών και των θεσμών, είτε επειδή έχει επεξεργαστεί έννοιες με μαζικό και ποιοτικό τρόπο, είτε επειδή για τον λειτουργό της εθνικής έννομης τάξης αυτή είναι πιο εύληπτη και εντάξιμη στην γενική πρακτική του, ως αφετηρία προσέγγισης. Ο τρίτος λόγος είναι αντι- κειμενικά αρνητικός: η διεθνής παράδοση, παρ’ ότι εκτεταμένη, οφείλει να είναι εκ φύσεως συνεσταλμένη και αναστοχαστική: δεν εκφράζεται πάντοτε επίκαιρα ούτε ad hoc, ώστε να αφήνει περιθώριο στην κρατική κυριαρχία να λειτουργήσει 1. Ας δικαιολογηθεί εδώ η χρήση της, εν προκειμένω ακριβέστατης, διατύπωσης, η οποία κατάγεται από την Φιλοσοφία Δικαίου του G.W.F. Hegel, όπως αποδίδεται από την πρόσφατη μετάφραση του Θ.Πενολίδη (2020, Κράτερος) |  2 |  Eισαγωγή

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=