ΕΣΔΑ ΚΑΙ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ

Πρόλογος Η ανά χείρας μελέτη της Μαρίας Ανδριανής Κωστοπούλου υποστηρίχθηκε ως διδα- κτορική διατριβή στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονί- κης και αξιολογήθηκε ομόφωνα με το βαθμό «άριστα», που αποτελεί και την υψη- λότερη διάκριση. Προκύπτει αβίαστα ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που καλύπτει ένα κενό στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία και αποτελεί ένα πρωτότυπο, ώριμο, υπεύθυνο και συστηματικό ερευνητικό και ερμηνευτικό έργο, που προάγει τον επι- στημονικό διάλογο. Η συγγραφέας επιχειρεί την ανάλυση της συμβολής της νομολογίας του ΕΔΔΑ στη διαμόρφωση και εφαρμογή των εθνικών κανόνων δικαίου για την ίδρυση της συγγέ- νειας και κατ’ επέκταση αναδεικνύει τη σημασία της νομολογίας αυτής για τη(ν) (ανα) θεώρηση του θεσμού της οικογένειας στο ελληνικό δίκαιο. Η ΕΣΔΑ αποτελεί αναπό- σπαστο κομμάτι της ελληνικής έννομης τάξης, με αυξημένη τυπική ισχύ, και η αυθε- ντική της ερμηνεία από το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει άμεση επιρροή στον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του Αστικού Κώδικα και των άλλων νομοθετημάτων που άπτονται της ίδρυσης της συγγένειας. Παρά το έντονο ενδια- φέρον που έχουν προκαλέσει κατά καιρούς συγκεκριμένες αποφάσεις του ΕΔΔΑ, η ελληνική βιβλιογραφία δεν έχει ως τώρα μελετήσει σε επίπεδο μονογραφίας και κατά τρόπο σφαιρικό το ζήτημα αυτό. Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι σκοπός της μελέτης δεν είναι γενικά η παρουσίαση και ερμηνευτική προσέγγιση των διατάξεων του ελληνικού οικογενειακού δικαίου για την ίδρυση της συγγένειας, καθώς και του συνόλου των σχετικώς αναφυόμενων ζητημάτων -τα οποία εξάλλου είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους λυμένα από τη νομολογία και επεξεργασμένα σε βάθος από τη θεωρία. Εκείνο που επιδιώκει η συγ- γραφέας είναι η «ανάγνωση» των διατάξεων αυτών υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ και, ενόψει αυτής της νομολογίας, ο εντοπισμός των σημείων σύμπλευσης ή τριβής των ρυθμίσεων ή της εφαρμογής τους με τις επιταγές της ΕΣΔΑ. Ενόψει αυτής της στόχευσης της μελέτης, ήταν αναγκαία η επιλογή προς ανάλυση και εξέταση μόνον εκείνων των ζητημάτων ίδρυσης της συγγένειας για τα οποία υφί- σταται νομολογία του ΕΔΔΑ και ιδίως εκείνων ως προς τα οποία, ενόψει ακριβώς της σχετικής νομολογίας, μπορεί να τεθεί ζήτημα συμβατότητας της ρύθμισης και της εφαρμογής του ελληνικού δικαίου με τη Σύμβαση. Πιστή σε αυτή την επιλογή του αντικειμένου της μελέτης, η συγγραφέας με συνέπεια αυτοπεριορίζεται ως προς την επιλογή των ζητημάτων συγγένειας που εξετάζει και δεν επεκτείνει την ανάλυσή της σε άλλα ζητήματα, έστω συναφή, που δεν θα μπορούσαν όμως να συσχετιστούν με την ΕΣΔΑ και ιδίως να «φωτιστούν» από την υπάρχουσα νομολογία του Δικαστηρίου. Αυτή η -συστηματικά ορθή, αλλά καθόλου ευχερής στην εφαρμογή της- επιλογή συ- νιστά ένα σημαντικό σημείο πρωτοτυπίας της μελέτης και ήδη συμβολή στο ελληνικό

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=