ΚΤΗΣΗ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΙΝΗΤΟΥ ΑΠΌ ΚΑΛΟΠΙΣΤΟ ΣΥΝΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΟ

246 ΚΤΗΣΗ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΙΝΗΤΟΥ ΑΠΟ ΚΑΛΟΠΙΣΤΟ ΣΥΝΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΟ «...αγνοούσε ανυπαίτια κατά την παράδοση της νομής την ύπαρξη του ενεχύ- ρου» ή στην περίπτωση που τα ενεχυρασμένα πράγματα είναι εμπορεύματα προορισμένα για μεταβίβαση στο πλαίσιο των συνηθισμένων συναλλαγών του ενεχυραστή, οπότε η πραγματοποιούμενη υπό ομαλές συνθήκες διοίκησης και εκμετάλλευσης εκποίηση επιφέρει την απόσβεση του βάρους πάνω σ’ αυτά ανε- ξαρτήτως γνώσης του αποκτώντος (άρθρο 6 § 4 Ν 2844/2000) 628 . Ο αποκτών αγνοεί ανυπαίτια το πλασματικό ενέχυρο που βαρύνει το κινητό όταν δεν βα- ρύνεται ούτε με ελαφρά αμέλεια ως προς την άγνοια του βάρους του κινητού (ανυπαίτια άγνοια του αποκτώντος υπάρχει π.χ. στην περίπτωση μεταφοράς και εκποίησης του κινητού σε άλλον τόπο) 629 . Με τον τρόπο αυτό ο ενεχυρούχος δανειστής προστατεύεται στο πλαίσιο του Ν 2844/2000 περισσότερο σε σχέ- ση με την προστασία που απολαμβάνει στο πλαίσιο της ΑΚ 1040 και μάλιστα διττώς: και με μεταφορά του βάρους επίκλησης και απόδειξης της καλής πίστης στον τρίτο και με προσθήκη στην υπαιτιότητα και της ελαφράς αμέλειας 630 . Με το άρθρο 6 § 3 Ν 2844/2000, με το οποίο ορίζεται ότι «με την επιφύλαξη των διατάξεων του ΑΚ για την καλόπιστη κτήση ενεχύρου από μη κύριο, ενέχυρο που είχε συσταθεί ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα που είχε αποκτηθεί πριν από την κατά τις διατάξεις του παρόντος δημοσίευση ενεχύρασης προηγείται», φαί- νεται η πρόθεση του νομοθέτη χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών να προ- στατεύσει στην περίπτωση του πλασματικού ενεχύρου τον καλόπιστο δανειστή από τον κίνδυνο ματαίωσης του δικαιώματός του λόγω της έλλειψης κυριότητας του ενεχυραστή 631 . Μέσω της ευθείας παραπομπής του άρθρου 6 § 3 του νό- μου στις διατάξεις του ΑΚ για την καλόπιστη κτήση ενεχύρου από μη κύριο (ΑΚ 1215, 1036 επ.) καθιερώνεται η δυνατότητα κτήσης πλασματικού ενεχύρου από μη κύριο υπό την προϋπόθεση της έλλειψης κακής πίστης του δανειστή κατά τον χρόνο σύναψης της ενεχυρικής συμφωνίας (άρθρο 8 § 1 του Ν 2844/2000) 632 . Εντούτοις, η εφαρμογή του θεσμού της καλόπιστης κτήσης στο πλασματικό ενέ- 628. Μάζης, Αρμ. ΝΣΤ΄(2002), σ. 1133, 1142, του ιδίου, Το πλασματικόν ενέχυρον, σ. 193 υπό 5. 629. Γεωργιάδης, ΧρΙΔ 2001/Α΄, σ. 7, 12, υπό 3, Μάζης, Το πλασματικόν ενέχυρον, σ. 193 υπό 4. 630. Μάζης, Αρμ. ΝΣΤ΄(2002), σ. 1133, 1142, του ιδίου, Το πλασματικόν ενέχυρον, σ. 193 υπό 5. 631. Βλ. Γεωργιάδη (Η εξασφάλιση των πιστώσεων, αρ. 123-127), ο οποίος κάνει λόγο για τη διάσταση που υπάρχει στη θεωρία για το ζήτημα της καλόπιστης κτήσης πλασματικού ενε- χύρου από μη κύριο και παραθέτει τα επιχειρήματα των συγκρουόμενων απόψεων. 632. Μάζης, Αρμ. ΝΣΤ΄(2002), σ. 1133, 1141-1142, του ιδίου, Το πλασματικόν ενέχυρον, σ. 164- 178, 192-193 υπό 4, 207. Υπέρ της καλόπιστης κτήσης πλασματικού ενεχύρου από μη κύριο είναι και ο Κουμάντος (Η υποκειμενική καλή πίστις, σ. 150-151) υπό προϋποθέσεις όμως και ανεξάρτητα από το ζήτημα του πώς νοείται η παράδοση της νομής στο πλαίσιο της ΑΚ 1036. Έτσι δέχεται «ότι η περί παραδόσεως απαίτησις δέον να θεωρηθή πληρωθείσα, οσάκις εις τον δανειστήν παρέχεται συμβολική εξουσία επί του ενεχυραζομένου πράγματος,

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=