ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Πρόλογος Κώστα Λ. Κληρίδη Σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία, καθιερώνεται ένα Σύνταγμα στο οποίο παρατίθενται κανόνες, αρχές και διατάξεις υπέρτατης ή αυξημένης νομικής ισχύος, μέσω των οποίων καθορίζονται τα συντεταγμέ- να όργανα του κράτους, κατανέμονται και οριοθετούνται εξουσίες και αρμοδιότητες και καθορίζεται η μεταξύ τους σχέση, αναγνωρίζονται και κατοχυρώνονται τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των πο- λιτών και προνοείται η δομή της εσωτερικής έννομης τάξης, όπως και η σχέση της με τη διεθνή τάξη. Πέραν του διαχωρισμού που γίνεται μεταξύ γραπτών και άγραφων ή μη κωδικοποιημένων συνταγ- μάτων, πολύ συχνά τα συντάγματα των κρατών χαρακτηρίζονται και ως αυστηρά ή ως ήπια. Μία δια- φοροποίηση η οποία παραπέμπει στον τρόπο, στη διαδικασία και στο βαθμό δυσκολίας με τον οποίο συνταγματικές διατάξεις θεσπίζονται, τροποποιούνται ή καταργούνται. Ο συγγραφέας αφενός εξηγεί και αφετέρου απορρίπτει αυτές τις κατηγοριοποιήσεις. Απεικονίζεται έτσι η ευρύτερη προσέγγισή του, δηλαδή υπερβαίνει την περιγραφή και εισέρχεται στην ουσία του συνταγματικού αντικειμένου. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η ομαδοποίηση εξισώνει περιπτώσεις συνταγματικών παραδειγμά- των τονίζοντας την ομοιότητα και τη σύγκλιση μεταξύ τους, ενώ εσωτερικά υπάρχουν αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις». Ο τρόπος και οι συνθήκες υπό τις οποίες συμφωνήθηκε, συντάχθηκε και άρχισε να εφαρμόζεται από το 1960 το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, οδηγώντας τη χώρα από καθεστώς αποικιο- κρατίας σε ανεξάρτητη δημοκρατία, είναι καλά γνωστές. Ως αποτέλεσμα, καταρτίστηκε ένα γραπτό, λεπτομερές και πολύπλοκο Σύνταγμα με ιδιάζουσες βασικές διατάξεις. Διατάξεις με τις οποίες είναι εμφανής και διάχυτη η προσπάθεια διαμοιρασμού, συγκερασμού και περιορισμού δυνάμεων και εξουσιών, όχι μόνο μεταξύ των οργάνων και θεσμών του κράτους, αλλά κυρίως μεταξύ δύο εθνο- τικών κοινοτήτων. Στην προώθηση του σκοπού της εξισορρόπησης μεταξύ των δικαιωμάτων και υ- ποχρεώσεων των πολιτών του κράτους και των οργάνων του, αλλά παράλληλα και μεταξύ των δι- καιωμάτων και εξουσιών της μιας κοινότητας έναντι της άλλης, αναπόφευκτη ήταν η πρόκληση υποχωρήσεων στην εφαρμογή βασικών δημοκρατικών αρχών, όπως της αρχής της πλειοψηφίας, η ακραία αυστηρότητα στην επιφορά τροποποιήσεων και η πολυπλοκότητα του όλου μηχανισμού λει- τουργίας του κράτους. Δικαίως επομένως έχει χαρακτηρισθεί το Κυπριακό Σύνταγμα ως ένα από τα πλέον αυστηρά στον κόσμο, αφού, μεταξύ άλλων, με το Άρθρο 182 γίνεται παραπομπή σε κάποια από τα άρθρα του Συντάγματος τα οποία περγράφονται ως Θεμελιώδη και τα οποία δεν μπορούν με οποιοδήποτε τρόπο να τύχουν μεταβολής, προσθήκης ή κατάργησης. Αντίθετα ασφαλώς προς βα- σικές αρχές της λαϊκής κυριαρχίας. Μετά δε την αποτυχία της αναληφθείσας προσπάθειας επιφοράς συναινετικών τροποποιήσεων κατά το 1963 και τις αποσχιστικές ενέργειες που ακολούθησαν, προ- στέθηκε στα άλλα και η αναπόφευκτη επιστράτευση του Δικαίου της Ανάγκης, προς υποστύλωση του κράτους και διασφάλιση της συνέχισης της λειτουργίας του. Συνακόλουθα προς τα πιο πάνω, η μελέτη, εφαρμογή και διδασκαλία του Κυπριακού Συνταγματι- κού Δικαίου, καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής. Το ανά χείρας σύγγραμμα με τίτλο « Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο: Θεωρία, Οργάνωση και Πρά- ξη » του διακεκριμένου ακαδημαϊκού και συγγραφέα Κωνσταντίνου Κόμπου, συνιστά μία ιδιαίτερα κοπιώδη, αλλά εύστοχη και αξιέπαινη επιστημονική εργασία, με την οποία, όπως και ο ίδιος επιδι- ώκει, προτείνεται μία υποκειμενική ερμηνεία και ανάλυση του Κυπριακού Συνταγματικού Δικαίου που προκαλεί την αξιοποίησή της ως αφετηρίας μελέτης για έγερση και διαμόρφωση κάποιων νέων ζητημάτων, αλλά και για την επαναψηλάφηση υφιστάμενων και διαχρονικά απασχολούντων θεμά- των. Όπως πολύ ορθά παρατηρεί ο συγγραφέας, το Συνταγματικό Δίκαιο συνιστά τον πρωτεύοντα τρόπο προσαρμογής του περιεχομένου του Συντάγματος σε συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες που προκύπτουν είτε ένεκα αλλαγής συνθηκών είτε ένεκα νεοφανών ζητημάτων που χρήζουν ερμηνείας. Αποτελεί κατ’ αυτό τον τρόπο το Σύνταγμα ένα ζωντανό οργανισμό (living Constitution) δυναμικού

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=