ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Μεθοδολογία, Αντικείμενο και Ιδιοσυγκρασία Κυπριακού Συνταγματικού Δικαίου 5 ελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους». 25 Επιπλέον, το ΕΔΑΔ στην απόφαση Nicholas v. Cyprus , 26 αναφερόμενο στην αρχή της αμεροληψί- ας, έκρινε: «impartiality normally denotes the absence of prejudice or bias, and that its existence or other- wise can be tested in various ways. According to the Court’s settled case-law, the existence of im- partiality for the purposes of Article 6 § 1 must be determined according to (i) a subjective test, where regard must be had to the personal conviction and behaviour of a particular judge – that is to say whether the judge held any personal prejudice or bias in a given case, and (ii) according to an objective test – that is to say by ascertaining whether the tribunal itself and, among oth- er aspects, its composition, offered sufficient guarantees to exclude any legitimate doubt in re- spect of its impartiality». 27 Ως αποτέλεσμα, η εμπιστοσύνη στη δικαστική εξουσία αποτελεί την απαραίτητη μορφή πρωτογε- νούς, επίσημης και τυπικής νομιμοποίησης όπως εκφράζεται με τον όρο formal legitimacy. Η αναφορά όμως αποκλειστικά και μόνο στην έννοια του formal legitimacy θα είχε ως ανεπιθύμη- το, φυσικό αποτέλεσμα την υπεραπλούστευση του ζητουμένου και τον υποβιβασμό του περιεχόμε- νου του καθήκοντος της δικαστικής εξουσίας. 28 Αυτό θα προκύψει ως αποτέλεσμα εάν δοθεί στην έννοια του formal legitimacy μια τυπολατρικής φύσεως αντίληψη, 29 όπου η τήρηση της έξωθεν αυ- τονομίας της δικαστικής εξουσίας είναι μεν δεδομένη, αλλά δεν τυγχάνει αποδοχής από τους συμ- μετέχοντες στη συνταγματική διαδικασία. Συνεπώς, η έννοια του social legitimacy θα λειτουργήσει συμπληρωματικά και αναφέρεται στον βαθμό αποδοχής που προσελκύει η άσκηση της δικαστικής συνταγματικής ερμηνευτικής λειτουργίας από τους συμμετέχοντες στη διαδικασία διαμόρφωσης τού συνταγματικού δικαίου. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι δεν αποτελεί αναγκαίο ζητούμενο η ευρύτε- ρη κοινωνική αποδοχή, αλλά η ειδική αποδοχή από «target constituencies». 30 Την αναφορά αυτή του Rasmussen οριοθετεί ο Weiler ως να περιλαμβάνει «three sets of interlocutors»: 31 το σύνολο της δικαστικής εξουσίας, τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, την επιστημονική και δικηγορική κοινότητα. Ως αποτέλεσμα, διαμέσου των «three sets of interlocutors» εκφράζεται η ευρύτερη κοι- νωνική σύνθεση. Οι Burley και Mattli διαφοροποιούνται από αυτή την κατηγοριοποίηση και θέτουν τη δικαστική εξουσία «as forming part of the wider community that has an interest – professional, financial and social – in the successful operation of justice […] and which includes individuals, the 25. Ibid, σκέψη 44. Δες επίσης: C-506/04, Wilson (2006) ECR I-08613, σκέψη 51, καθώς και C-503/15, Margarit Panicello (2017) ECLI:EU:C:2017:126, σκέψη 37. Εφαρμογή του ορισμού: C-216/18 PPU, Minister for Justice and Equality (Défaillances du système judiciaire) (2018) ECLI:EU:C:2018:586. 26. Nicholas v. Cyprus, Application no. 63246/10, 9 Ιανουαρίου 2018. 27. Ibid, παρά. 49. 28. Gr á inne de Bùrca, «The Quest for Legitimacy in the EU» (1996) 59(3) Modern Law Review 349, Ulirch Haltern, «Pathos and Patina: The Failure and Promise of Constitutionalism in the European Imagination» (2003) 9 European Law Journal 14, Joseph Weiler, «The ECJ: Beyond ‘beyond doctrine’ or the legitimacy crisis of European Constitutionalism» στο Anne-Marie Slaughter, Alec Stone Sweet, Joseph Weiler (επ.), The European Court and National Courts-Doctrine and Jurisprudence (Hart Publishing, 1998) σελ. 365. 29. Βλ. σχετική ανάλυση στο Alf Ross, On Law and Justice, (Stevens and Sons, 1958), υποσημ. 48, σελ. 352. 30. Hjalte Rasmussen, European Court of Justice (Gadjura, 1998) σελ. 379-80, υποσημ. 25. 31. Weiler, J., supra υποσημ. 17, σελ. 92, 92-107. Δες επίσης, Joseph Weiler, «A Quiet Revolution: The European Court of Justice and its Interlocutors» (1994) 26 Comparative Politics 510. Για σχολιασμό, βλ. see Paul Craig, «Constitutions, Constitutionalism and the EU» (2001) 7 (2) European Law Journal 125.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=