ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Μεθοδολογία, Αντικείμενο και Ιδιοσυγκρασία Κυπριακού Συνταγματικού Δικαίου 9 Ως προς την προσφυγή, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων σχετικά με τον χειρισμό του Κυπριακού προβλήματος, που τυχόν προκύπτει από την επίδικη απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1985, δεν εμπίπτει στις διατάξεις του Άρ- θρου 139 Συντάγματος, γιατί το Κυπριακό πρόβλημα, λόγω της φύσεώς του, ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος και ως εκ τούτου, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να απο- φανθεί εν σχέσει με το αντικείμενο τής υπό εξέταση προσφυγής. Ως προς την Αναφορά, το Ανώτα- το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απόφαση δεν μπορούσε να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Ως προς την αιτιολόγηση της απόφασης, η πλειοψηφία 50 του Ανωτάτου Δικαστη- ρίου έκρινε ότι η επίδικη απόφαση συνιστά έκφραση πολιτικής βουλήσεως σχετικά με τον χειρισμό του Κυπριακού προβλήματος. Επειδή όμως το Κυπριακό πρόβλημα, λόγω της φύσεώς του, ευρίσκε- ται έξω από το πλαίσιο του Συντάγματος, η απόφαση δεν ήταν δυνατό να εκδοθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δυνάμει του άρθρου 52 Συντάγματος. Συνεπώς, μόνο νόμος ή απόφαση τής Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία είναι δυνα- τό να εκδοθεί δυνάμει του ανωτέρω άρθρου 52 δύναται να αναφερθεί από τον Πρόεδρο της Δημο- κρατίας στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 140. Η μειοψηφία 51 έκρινε ότι: «το άρθρο 52 καθιστά κάθε απόφαση της Βουλής δημοσιευτέα επιβάλλουσα αντίστοιχη υποχρέ- ωση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να τη δημοσιεύσει, επομένως, αντικείμενο της αναφοράς ήταν η συνταγματικότητα της απόφασης τής Βουλής. Κατά την κρίση της μειοψηφίας, η απόφαση ήταν έκδηλα αντισυνταγματική για τους ακόλουθους λόγους: α) Προσέκρουε στις διατάξεις του άρθρου 43 του Συντάγματος το οποίο καθορίζει τη θητεία του Προέδρου β) Το άρθρο 44 που ορί- ζει πότε καινούται η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας και γ) Παραβίαση της αρχής της διά- κρισης των εξουσιών». Οι παραπάνω αποφάσεις αποτελούν παράδειγμα όπου το Ανώτατο Δικαστήριο έχει να αντιμετω- πίσει ζήτημα έντονης πολιτικής φύσεως, με την έννοια την κομματική σε αυτή την περίπτωση, που ταυτόχρονα αποτελεί συνταγματικό ζήτημα. Η νομιμοποίηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου λειτουρ- γεί ως ασπίδα προστασίας και περιορίζει την όποια διαφωνία εντός του συνταγματικού αντικειμέ- νου και λεξιλογίου. Συνεπώς, στην παρούσα ανάλυση και για σκοπούς εργασίας η έννοια της νομιμοποίησης ως παρά- μετρος αξιολόγησης προσεγγίζεται ως σύνθετη έννοια στα πλαίσια του συνταγματικού δίκαιου και χρησιμοποιείται για σκοπούς αναφοράς σε, και αξιολόγησης της, δικαστικής ερμηνείας κατά τη δια- μόρφωση του. Αποτελεί αμάλγαμα της τυπικής και κοινωνικής διάστασής της. Συνεπάγεται την προ- σέλκυση σεβασμού και εμπιστοσύνης για το έργο της δικαστικής εξουσίας συνολικά και όχι μόνο ως προς κάθε μεμονωμένη απόφαση από τις βασικές κατηγορίες συμμετεχόντων. Η αξιολόγηση επικε- ντρώνεται και σε κάθε απόφαση, που κρίνεται αυτόνομα, αλλά και σε συνάρτηση με την προηγού- μενη νομολογία. Εάν η νομιμοποίηση φτάσει σε μειωμένο βαθμό αποδοχής θα επηρεάσει δυσμενώς την ικανότητα τής δικαστικής εξουσίας να επιτελέσει αποτελεσματικά το έργο της. Η νομιμοποίηση συνεπάγεται τη δυνατότητα λήψης ειδικά μη δημοφιλών αποφάσεων ως προς τις οποίες προκύπτει παρά ταύτα συμμόρφωση και γενική αποδοχή (Self-enforcement). 2.2. Δομική Σταθερότητα Η παράμετρος της δομικής σταθερότητας είναι άμεσα συνδεδεμένη με την έννοια της νομιμοποίησης και αφορά στη συμβολή της δικαστικής εξουσίας στη διαμόρφωση ενός συνταγματικού πλαισίου 50. Την πλειοψηφία αποτελούσαν οι δικαστές Τριανταφυλλίδης (Πρόεδρος), Λοΐζου, Μαλαχτός, Δημητριάδης, Σαββίδης, Λώρης και Στυλιανίδης. 51. Τη μειοψηφία αποτελούσαν οι δικαστές Πικής και Κούρρης.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=