ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 που είναι αυτό-επιβαλλόμενο ( Self-enforced ). O Russell Hardin 52 αναφέρει ότι εάν αντιλαμβανόμα- στε τα Συντάγματα ως μηχανισμούς συντονισμού (coordinating devices) παρά ως κοινωνικές συμ- βάσεις, τότε μπορούμε να αναπτύξουμε μια πιο ικανοποιητική άποψη του τρόπου με τον οποίο τα Συντάγματα γίνονται αυτό-επιβαλλόμενα. Η μετατροπή ενός Συντάγματος σε συντονιστικό μηχα- νισμό καθίσταται δυνατή διά του συνταγματικού δικαίου και η δικαστική εξουσία αναντίλεκτα δι- αδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Συνεπώς, η συντονιστική λειτουργία απο- σκοπεί στη μετάβαση σε ένα αυτο-επιβαλλόμενo Συνταγματικό Δίκαιο και προϋποθέτει δυναμική και μακροπρόθεσμη συνταγματική σταθερότητα, η οποία με τη σειρά της απαιτεί προσαρμογή σε νέες συνθήκες κατά τρόπο που να διατηρείται η αποδοχή και συμμόρφωση. Αυτό έχει οριστεί από τον North 53 ως «adaptive efficiency condition» 54 και αποσκοπεί στη αντιμετώπιση νέων συνθηκών, ενώ έχει συγκεκριμένα οριστεί ως «the capacity to adjust in the face of shocks and to restructure institutions within the constitutional framework that effectively deal with new circumstances». 55 Αφορά, δηλαδή, τη σταθερότητα διά προσαρμογής σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες που σηματοδο- τούν σημεία καμπής για τη συνταγματική τάξη που επιτυγχάνεται με τη δικαστική εξουσία να είναι σε θέση «to maintain constitutional stability by lowering stakes, establishing focal points, and cre- ating adaptive efficiency». 56 Ειδικά για το Κυπριακό παράδειγμα, μια τέτοια λειτουργία παραμένει υπέρμετρα δυσχερής, δεδομέ- νης της εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης ως καθεαυτό θεμελιώδες εργαλείο διατήρησης της δομι- κής σταθερότητας. Η Ibrahim συνιστά ένα διαχρονικό παράδειγμα δικαστικής απόφασης που επιχει- ρεί να διατηρήσει την ύπαρξη του Κράτους σε στιγμές απόλυτης δομικής αστάθειας και σε συνθήκες αμφίβολης συνέχειας ύπαρξης ενός στοιχειωδώς λειτουργικού Κράτους. Συνοψίζοντας, σε ό,τι αφορά στο Κυπριακό συνταγματικό παράδειγμα συνυπάρχουν η έννοια της γενικής και της ειδικής δομικής σταθερότητας . Η πρώτη συναντάται σε όλα τα συστήματα και απαι- τεί την προσαρμοστικότητα του συνταγματικού συστήματος διά των δικαστικών αποφάσεων ακό- μη και σε περιπτώσεις που ελλοχεύει συνταγματική κρίση χωρίς να απαιτείται τροποποίηση του συ- νταγματικού περιεχομένου. Η δεύτερη συναντάται στο Κυπριακό παράδειγμα κατά τρόπο μοναδικό με τη μορφή του δίκαιου της ανάγκης ως αυτοτελής μηχανισμός δομικής σταθερότητας, δηλαδή ως ειδική και μεμονωμένη περίπτωση εσωτερικής προσαρμογής του συνταγματικού πλαισίου. Φυσι- κά, η ειδικότητα της περίπτωσης του δικαίου της ανάγκης και οι δραματικές συνέπειες που έχει για το συνταγματικό περιεχόμενο εν τη εφαρμογή του, απαιτεί μια σταθερότητα του ιδίου του μηχανι- σμού. Τοιουτοτρόπως, το δίκαιο της ανάγκης ως εργαλείο δομικής σταθερότητας δεν είναι αυταπό- δεικτο και αυτοματοποιημένης εφαρμογής, αλλά απαιτείται να διέπεται από συγκεκριμένους κανό- νες που η ίδια η Ibrahim έθεσε. 2.3. Αιτιολόγηση Η παράμετρος της αιτιολόγησης αποτελεί τον πυρήνα για τη νομιμοποίηση και τη δομική σταθερό- τητα και συνιστά στοιχείο κρίσης και αξιολόγησης υποκειμενικής όμως φύσης. Καταρχάς, σε κανο- νιστικό επίπεδο το άρθρο 30(2) Συντάγματος και το άρθρο 6(1) ΕΣΔΑ, 57 με το πρώτο να είναι πιστή 52. Russell Hardin, «Why a Constitution» στο Bernard Grofman, Donald Wittman (επ.) The Federalist Papers and the New Institutionalism (Agathon Press, 1989) σελ. 100-20. 53. Douglass C. North, Understanding the Process of Economic Change (Princeton University Press, 2005) σελ. 77-78. 54. Βλ. επίσης Sonia Mittal, Barry Weingast, «Self-Enforcing Constitutions: With an Application to Democratic Stability in America’s First Century» (2013) 29(2) Journal of Law, Economics, and Organization 278, σελ. 280, Daniel B. Rodriguez, «State Constitutional Failure» (2011) 2011(4) University of Illinois Law Review 1243, υποσημ. 17, σελ. 1248. 55. North, D.C., supra υποσημ. 53, σελ. 19-20. 56. Barry Weingast, Sonia Mittal, «Constitutional Stability and the Deferential Court» (2011) 13(2) International Journal of Constitutional Law 337, σελ. 340. 57. Vermeulen v. Belgium , Application no. 19075/91, 20 Φεβρουαρίου 1996.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=