ΙΔΙΑΖΟΥΣΑ ΔΩΣΙΔΙΚΙΑ ΚΑΙ (ΠΟΙΝΙΚΟ)ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ

5 Εισαγωγή πέρα από τους δικαστές και τους δικηγόρους είχε εμφανιστεί έντονη η τάση υπαγωγής και άλλων προσώπων, όπως των ανώτερων εκκλησιαστών, διοι- κητικών και στρατιωτικών υπαλλήλων, καθώς και άλλων. Στο «περί ποινικών δικαστηρίων και δικαστικών προσώπων» Α΄ Τμήμα του Α΄ Βιβλίου (με ειση- γητή τον Ρηγανάκο ) σε σχέση με τη σύνθεση του δικαστηρίου των εφετών επι- σημαίνεται: «Η σύνθεσις του δικαστηρίου των Εφετών, δικάζοντος ποινικάς εφέσεις μετεβλήθη διά του Νομοθ. Διατάγματος της 17ης Δεκεμβρίου 1925, περιορισθέντος του αριθμού των δικαστών εις τρεις, ενώ αντιθέτως διετη- ρήθη ο αριθμός των Εφετών εις πέντε, προκειμένου περί της συνθέσεως του συμβουλίου των Εφετών προς εκδίκασιν των ανακοπών κατά βουλευμάτων. Διά τα πρόσωπα τα απολαύνοντα ιδιαζούσης δωσιδικίας ο αριθμός των Εφε- τών περιορίσθη εις τρεις κατά αμφοτέρας τας περιπτώσεις. Έχω την γνώμην ότι το Εφετείον δέον ν’ αποτελήται εκ τριών τακτικών δικαστών, συμπεριλαμ- βανομένου και του προέδρου, είτε όταν δικάζη ποινικάς υποθέσεις εν τω α- κροατηρίω, είτε όταν αποφαίνεται περί αυτών εν συμβουλίω». Ένα δε μέλος της επιτροπής ο Γιωτόπουλος , πρότεινε οι δικηγόροι να παραπέμπονται ενώ- πιον των ορκωτών δικαστηρίων 18 για τα αδικήματα σχετικά προς την άσκηση τητας των Δικαστηρίων διαλαμβάνουσι, διότι περί του αντικειμένου τούτου περιέχει ει- δικάς διατάξεις ο οργανισμός των δικαστηρίων… Εν ταις λεπτομερείαις η καθ’ ύλην αρ- μοδιότης, δέον να ρυθμισθή ως ισχύει σήμερον εν ταις ανωτέρω μνημονευθείσαις δι- ατάξεσι και επί τη βάσει της τριμερούς διακρίσεως των αδικημάτων, ην και το Σχέδιον του Ελληνικού Ποινικού Κώδικος διατηρεί. Προς καθορισμόν της καθ’ ύλην αρμοδιότη- τος δέον να λαμβάνεται υπ’ όψιν η ποινή η εν τω νόμω απειλουμένη και ως τυχόν με- ταβάλλεται διά των δεκτών γενομένων διά του παραπεμπτικού βουλεύματος ή υπό του Εισαγγελέως περιληφθεισών εν τη κλήσει ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσε- ων, οίτινες, κατά ρητήν διάταξιν του νόμου, ελαφρύνουσιν ή επιβαρύνουσι την ποινήν, μεταβάλλουσαι τον χαρακτηρισμόν της πράξεως (π.χ. η ηλικία του κατηγορουμένου, ετών 10-14, υπέρβασις ορίων αμύνης, συρροή κ.λπ ., ιδίως ελαφρυντικαί περιστάσεις· πρβλ. και άρθρο 64 Α΄ ΣχΠΚ)» . (Βλ. Ελληνική Ποινική Δικονομία, έκδοση Ζαχαρόπου- λου, 1950, σελ. 244 επ.). 18. Στην Ποινική Δικονομία του Maurer (1834), ύλη των κακουργιοδικείων αποτελούσε η εκδίκαση των κακουργημάτων {Επισημαίνεται ότι διά του ΝΔ της 18/23 Σεπτεμβρί- ου 1924 [Περί αρμοδιότητας του Στρατοδικείου επί αδικημάτων τινών (Κωδ. Θέμιδος, 1924, 505 επ.)], προβλέφθηκε η απευθείας κλήση στο ακροατήριο των Στρατιωτικών Δικαστηρίων για ορισμένα κακουργήματα, των οποίων οι δράστες κατηγορούνταν ως καταχραστές του Δημοσίου κατά παρέκκλιση της συνήθους αρμοδιότητας για αυτά. Η χρονική διάρκεια του νομοθετικού αυτού διατάγματος υπήρξε ιδιαίτερα περιορισμένη, καθώς προκάλεσε έντονες επικρίσεις, οι οποίες έβρισκαν έρεισμα στο γεγονός ότι οι δράστες των αδικημάτων αυτών καλούνταν να δικαστούν από τα Στρατιωτικά Δικαστή- ρια, ανεξαρτήτως της ιδιότητάς τους ως πολιτών ή στρατιωτικών. Τελικώς μετά και την έκδοση σχετικού βουλεύματος (ΣυμβΠλημΑθ 328/1924 Θέμις ΛΕ΄, 397 επ., με αντίθε- τη Εισαγγ. Πρότ. Τζίνου Κ .), που έκρινε την παραπομπή των πολιτών στα στρατιωτικά δικαστήρια ως αντισυνταγματική, το ως άνω ΝΔ, αντικαταστάθηκε λίγους μήνες αργό- τερα με το ψήφισμα της 16ης Δεκεμβρίου 1924 της Δ΄ Συντακτικής Συνελεύσεως «Περί

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=