Η ΧΡΗΣΗ DNA ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ

Εισαγωγή 4 Το δεύτερο κεφάλαιο θα εξετάσει τις δομικές έννοιες του δικαίου απόδειξης. Θα ασχο- ληθούμε με ένα ακόμη δομικό πρόβλημα της νομικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, δηλ. την εξαίρεση του στοιχείου της αβεβαιότητας από την νομική σκέψη. Περαιτέρω θα ασχοληθούμε με το πρόβλημα της αιτιολόγησης και την αιτιολόγηση ως πρόβλημα. Θα δείξω με ποιον τρόπο το ελλιπές εννοιολογικό πλαίσιο γύρω από το ζήτημα της αι- τιολόγησης γεννά το περαιτέρω οξύ πρόβλημα της ανεξέλεγκτης δραστηριόητας του πραγματογνώμονα, ο οποίος από αποδεικτικό μέσο αναβαθμίζεται λόγω της αδρά- νειας του νομικού συστήματος σε όργανο της δικαιοσύνης που (προκατα-)λαμβάνει νομικές αποφάσεις. Το τρίτο κεφάλαιο θα ασχοληθεί σύντομα με το ζήτημα της ανακριτικής. Θα ρίξω φως στο ζήτημα της εξατομίκευσης και θα δείξω με ποιον τρόπο αυτό αποτελεί την αιχμή του δόρατος για την διάτρηση των αμυντικών γραμμών του συστήματος ποινικής δι- καιοσύνης από πλευράς πραγματογνωμόνων και δικαστών που προτιμούν να μετα- θέτουν σε άλλους την αποκλειστική ευθύνη και αρμοδιότητα λήψης απόφασης υπό συνθήκες αβεβαιότητας. Το τέταρτο κεφάλαιο θα ασχοληθεί με τη χρήση προφίλ DNA από το ποινικό δικαστή- ριο για τον καταλογισμό ενοχής. Με έναν προσιτό και κατανοητό τρόπο θα παρουσιά- σω τα κύρια σφάλματα κατά την αξιολόγηση αποδεικτικού υλικού και θα δείξω βήμα προς βήμα ποια είναι η ορθή προσέγγιση κατά την αξιοποίηση βιοστατιστικού υλικού. Το πέμπτο κεφάλαιο θα ασχοληθεί με τη χρήση προφίλ DNA από τα αστικά δικαστή- ρια για τον καταλογισμό πατρότητας. Ομοίως, το κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθεί με τα ζητήματα αξιοποίησης της βιοστατιστικής ανάλυσης DNA για τις ανάγκες της πολι- τικής δίκης γενικότερα και τον καταλογισμό πατρότητας ειδικότερα. Αφού εξετάσει την νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, το κεφάλαιο θα καταδείξει τα δογματικά και εμπειρικά ζητήματα που προκύπτουν κατά την αναγκαία επικοινωνία μεταξύ δι- καστών της ουσίας και πραγματογνώμονα. Με αναλυτικό τρόπο και λεπτομερή κατα- γραφή των σταδίων αξιοποίησης του γενετικού υλικού, θα φωτιστούν τα σημεία στα οποία η νομολογία ανέχεται de facto νομικούς κανόνες απόδειξης, απεμπόληση του αποκλειστικού δικαιώματος αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού από μεριάς του δι- καστή της ουσίας αλλά και σφετερισμό αρμοδιοτήτων θεμελίωσης πραγματικών περι- στατικών από μεριάς ενός αποδεικτικού μέσου (πραγματογνώμονα). Ο (βιαστικός) αναγνώστης θα μπορούσε κάλλιστα να ξεκινήσει την ανάγνωση της μο- νογραφίας από το τέταρτο κεφάλαιο. Θα πρέπει να έχει ωστόσο κατά νου ότι το αντι- κείμενο ενός επιστημονικού πεδίου ορίζεται από τις μεθοδολογικές του αρχές. Αυτό που μάς φαντάζει βέβαιο, αντλεί την εξηγητική του ισχύ όχι από τον ίδιο του τον εαυ- τό (αυτοαναφορικό μπορεί να είναι μόνο ένα θεϊκό Όν) αλλά από αυτό που το περι- βάλλει, δηλ. από το εννοιολογικό πλαίσιο αναφοράς αυτού.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=