Η ΧΡΗΣΗ DNA ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ

KΕΦΑΛΑΙΟ 1 8 αμάχη έχει εν τω μεταξύ ξεπεράσει τα στενά όρια της νομικής επιστήμης. Π.χ. το Επι- στημονικό Συμβούλιο ( Wissenschaftsrat ) της Γερμανίας χαρακτήρισε την αντιπαραβο- λή της νομικής δογματικής με την θεωρία ως δυσλειτουργική. 17 Ποτέ στην ιστορία της δεν διαδραμάτισε η δογματική σημαντικότερο ρόλο από αυτόν που έχει σήμερα καθώς φαίνεται να έχει αναβαθμιστεί στο σήμα κατατεθέν της (ηπει- ρωτικής) νομικής επιστήμης. Εάν λοιπόν θέλουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα σε τί ακριβώς συνίσταται η νομική δραστηριότητα, δεν θα ήταν κακή ιδέα να στρέψουμε την προσοχή μας σε αυτήν την κεντρική έννοια. Για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να ασχοληθούμε με τη λεγόμενη νομική υπαγωγή σε σχέ- ση με την εξηγητική της ισχύ για την νομική δραστηριότητα. Η κλασική, σχεδόν αυτο- νόητη, 18 και μάλλον αφελής εικόνα της υπαγωγής γεγονότων ( facta ) όπως π.χ. το να πετάξει κάποιος μια αμπούλα οσμής σε έναν κλειστό χώρο, 19 υπό μια διάταξη νόμου ( ius , εν προκειμένω: παράνομη βία) δεν κατορθώνει σε καμία περίπτωση να εξηγήσει αυτό που πράττουν οι μελετητές και εφαρμοστές του δικαίου, δηλ. την δημιουργία και εξέλιξη δογματικών κριτηρίων για την νομική επεξεργασία πραγματικών γεγονότων. Μέσω της χρήσης ενός συγκεκριμένου λεξιλογίου, στην ως άνω περίπτωση «δημι- ουργία ανυπόφορων συνθηκών», 20 είμαστε σε θέση να συνδέσουμε πραγματικά πε- ριστατικά με νομικές διατάξεις, έτσι ώστε αυτά να οδηγούν με επικοινωνήσιμο και δι- ϋποκειμενικά ελέγξιμο (γλωσσικό) τρόπο σε κριτήρια, τα οποία ελαχιστοποιούν την δυνατότητα τυχαίων αποτελεσμάτων. Η εναλλακτική θα ήταν η έννομη τάξη να απαρ- νηθεί τη δογματική, ανοίγοντας έτσι διάπλατα τις πόρτες σε ad-hoc αποφάσεις, δηλ. μη συνεκτική επεξεργασία πραγματικών περιστατικών. 21 Η εφαρμογή του νόμου θα είχε σε εκείνη την περίπτωση αυθαίρετα χαρακτηριστικά και δεν θα εγγυάτο την όμοια μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων και ανόμοια μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων. Η μοναδική βάσιμη διέξοδος από αυτή την ατραπό θα ήταν να ασχοληθούμε επιστα- μένως με τους ψυχολογικούς/γνωσιακούς μηχανισμούς που διέπουν τους δικαστές. Η εργαλειοθήκη, την οποία θα μας παρείχε η Ψυχολογία, θα μπορούσε ενδεχομένως να αυξήσει την προβλεψιμότητα του δικαίου. Το κόστος ωστόσο θα ήταν ασύμμετρα υψηλό, καθώς θα έπρεπε να απεμπωλήσουμε την κανονιστικότητα της δογματικής για χάρη του Νομικού Ρεαλισμού. Σημαντικότερο θα ήταν, σε εκείνη την περίπτωση, αυτό που θα συνέβαινε ως ιστορικό γεγονός και όχι αυτό, το οποίο από νομική άποψη θα ήταν η ορθότερη έκβαση μιας νομικής διαδικασίας. Περαιτέρω, η λειτουργία του συ- 17.  Wissenschaftsrat (2012), σελ. 35. 18. Αρκεί κανείς να σκεφτεί ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που άκουσε στο Ά εξάμηνο σπουδών στις Νο- μικές Σχολές της χώρας, δηλ. πιθανότατα την βεβαιότητα με την οποία διακηρύττει κανείς ότι η υπαγωγή συνιστά το κύριο χαρακτηριστικό της νομικής δραστηριότητας. 19. Βλ. π.χ. BGH NJW 1954, 438. 20. Βλ. και Schroeder (1996), σελ. 262 επ. 21.  Simitis (1972), σελ. 138.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=