Η ΑΔΡΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3 δεν το κάνει παρά μετά από πρόταση και με προσυπογραφή του αρμόδιου Υπουρ‑ γού. Το ίδιο ισχύει και για το ά. 44 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο τίθεται σε κίνη‑ ση μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Βέβαια, αδράνεια δεν στοιχειοθετείται απαραίτητα κάθε φορά που η διοίκηση απο‑ δεικνύεται υπερδραστήρια, κάθε φορά δηλαδή που υπερβαίνει την παρασχεθείσα εξουσιοδότηση, αλλά θα πρέπει σε αυτό να έχει συντελέσει και ο νομοθέτης με την αδυναμία του ή την απροθυμία του να εξαντλήσει την αρμοδιότητά του, φαινόμε‑ νο το οποίο εκδηλώνεται κυρίως με την ψήφιση νόμων ατελών, οι οποίοι εν δυνά‑ μει περιλαμβάνουν εξουσιοδοτική διάταξη που παρέχεται σε λάθος όργανο ή που δίνεται για ζήτημα που δεν επιτρέπεται εξουσιοδότηση με βάση το Σύνταγμα ή που δεν οριοθετεί επαρκώς το ρυθμιστικό πεδίο της διοίκησης. Η απροθυμία του νομο‑ θέτη να περιορίσει τη δράση της διοίκησης εκδηλώνεται ενίοτε και εκ των υστέρων, αφού δηλαδή η διοίκηση έχει δράσει εκτός εξουσιοδότησης. Πρόκειται για την πε‑ ρίπτωση της ΠΝΠ, η οποία όταν εκδίδεται εκτός της απευθείας εκ του Συντάγματος εξουσιοδότησης, όταν δηλαδή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εξαιρετικά επεί‑ γουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, τη στιγμή της κύρωσης από τη Βουλή, αυτή δεν ελέγχει, ή πάντως δεν αμφισβητεί, αν συνέτρεχαν όντως οι απαιτούμενες προϋπο‑ θέσεις που θα δικαιολογούσαν τον πλήρη παραμερισμό της από την υιοθέτηση δε‑ σμευτικών κανόνων δικαίου που σε μικρό χρονικό διάστημα και κατά τρόπο πλήρως προβλέψιμο ενδύονται τον μανδύα του τυπικού νόμου. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η νόμιμη βάση της έννοιας της αδράνειας εντοπίζε‑ ται κατ’ αρχήν στις διατάξεις εκείνες του Συντάγματος που καθορίζουν την αρμοδι‑ ότητα του νομοθέτη από τη μία και της διοίκησης από την άλλη, και δευτερευόντως στις ειδικότερες διατάξεις που διαχέονται σε ολόκληρο το κείμενο του Συντάγματος και που ορίζουν τις περιπτώσεις αποκλειστικής αρμοδιότητας του νομοθέτη, χωρίς δυνατότητα δηλαδή άσκησης κανονιστικής αρμοδιότητας εκ μέρους της διοίκησης. Συνεπώς, η αδράνεια του νομοθέτη αποτελεί την έκφραση της αέναης μάχης για την άσκηση της εξουσίας ανάμεσα στα δύο συντεταγμένα όργανα με ρυθμιστική αρμο‑ διότητα και ειδικότερα, ανάμεσα στον νομοθέτη και τη διοίκηση. Ορίζεται με βάση την έννοια της αρμοδιότητας και μάλιστα όχι μόνο της αρμοδιότητας που ασκείται, αλλά πρωτίστως αυτής που δεν ασκείται ενώ θα έπρεπε. Το αν θα έπρεπε ή όχι να ασκηθεί μία αρμοδιότητα δεν άπτεται σε καμία περίπτωση μίας αφηρημένης κατα‑ σκευής ενός κοινωνικά ευαίσθητου νομοθέτη, από τον οποίο περιμένουμε να δρά‑ σει με σύνεση και πρόνοια 10 . Αντιθέτως, πρόκειται για μία έννοια απόλυτα τεχνική, η οποία καθορίζεται αποκλειστικά από τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα. H αδράνεια του νομοθέτη, λοιπόν, γίνεται αντιληπτή μέσω της δράσης κάποιου άλλου οργάνου, το οποίο ανήκει στην εκτελεστική λειτουργία και δρα αναρμοδίως, με την προϋπό‑ 10. Για την έννοια του συνετού νομοθέτη βλ. Παύλος Σούρλας , Νομοθετική θεωρία και νομική επιστή- μη: η σημασία της πρακτικής φιλοσοφίας κατά τη θέση και την εφαρμογή του δικαίου , Αθήνα-Κομο‑ τηνή, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1981, 262 σελ., σελ. 250 επ.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=