Η ΑΔΡΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ

4 ΕΙΣΑΓΩΓΗ θεση βέβαια ότι ο νομοθέτης δεν εξάντλησε την αρμοδιότητά του, είτε πριν είτε μετά τη ρυθμιστική δράση της διοίκησης. Εκ των ανωτέρω γίνεται σαφές ότι η παρούσα μελέτη δεν πραγματεύεται την ανάγκη ρύθμισης ζητημάτων γενικά, είτε δηλαδή από τον νομοθέτη είτε από τη διοίκηση. Αντιθέτως, στο κέντρο της προβληματικής της εντοπίζεται ο διαχωρισμός των δύο αυτών οργάνων και των αρμοδιοτήτων τους. Συνεπώς, δεν αποτελεί αντικείμενο της μελέτης μας η παράλειψη της διοίκησης, και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή η παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της διοίκησης είναι ζήτημα που αντιμε‑ τωπίζεται ήδη από το δίκαιο, τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε δικονομικό επίπεδο 11 . Δεύτερον, επειδή, για να στοιχειοθετηθεί παράλειψη της διοίκησης, εξυπακούεται ότι έχει ήδη θεμελιωθεί αρμοδιότητα συγκεκριμένου διοικητικού οργάνου, το οποίο δεν εξέδωσε την διοικητική πράξη που όριζε ο τυπικός νόμος. Με τα δεδομένα αυτά αποκλείεται η αρμοδιότητα να ανήκε στο νομοθετικό όργανο και αυτό να μην την εκ‑ πλήρωσε. Επομένως, το νομικό φαινόμενο, κατά το οποίο η διοίκηση υποχρεούται σύμφωνα με τυπικό νόμο να εκδώσει συγκεκριμένη διοικητική πράξη και αυτή πα‑ ραλείπει να εκπληρώσει αυτή της την υποχρέωση, γνωστό και ως παράλειψη οφει‑ λόμενης νόμιμης ενέργειας, εκφεύγει του πεδίου έρευνας της παρούσας μελέτης. Η αδράνεια του νομοθέτη θέτει ένα ζήτημα συνταγματικότητας που δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί: δεν υλοποιείται η πολιτειακή οργάνωση, όπως αυτή ορίζεται από το Σύνταγμα. Για τον λόγο αυτόν, θα ήταν άτοπο να προσεγγίσουμε την αδράνεια του νομοθέτη αμιγώς θεωρητικά. Δεν ωφελεί να περιοριστούμε σε μία κριτική του υπο‑ χωρητικού νομοθέτη και της υπερδραστήριας διοίκησης. Τουναντίον, η αδράνεια του νομοθέτη λαμβάνει όλο της το νόημα μόνο αν αντιμετωπιστεί ως μέθοδος ελέγ‑ χου συνταγματικότητας, ως ένα εργαλείο δηλαδή στη διάθεση του δικαστή, όταν αυτός διενεργεί έλεγχο συνταγματικότητας. Ειδικότερα, η αδράνεια του νομοθέτη, όπως την προσεγγίσαμε ανωτέρω, δηλαδή ως η περίπτωση που η διοίκηση υφαρ‑ πάζει την εξουσία του νομοθέτη, επειδή αυτός δεν άσκησε ή δεν εξάντλησε την απο‑ κλειστική του αρμοδιότητα, μετουσιώνεται σε εργαλείο ελέγχου συνταγματικότητας όταν κατηγοριοποιηθεί, όταν δηλαδή απαριθμηθούν όλες οι επιμέρους περιπτώσεις που στοιχειοθετούν αδράνεια του νομοθέτη. Προκειμένου να λειτουργήσει, λοιπόν, η αδράνεια ως μέθοδος, δεν αρκεί να παρασχεθεί ένας, οσοδήποτε λεπτομερής, ορι‑ σμός της σε συνάρτηση με την έννοια της συντεταγμένης αρμοδιότητας, αλλά απαι‑ τείται και η κατηγοριοποίησή της, η περιοριστική απαρίθμηση δηλαδή των περιπτώ‑ σεων εκείνων που συνιστούν αδράνεια του νομοθέτη. Μία τέτοια κατηγοριοποίηση δεν είναι ευχερής σε ένα σύστημα κοινοβουλευτικό 12 , όπως είναι αυτό που εγκαθίδρυσε το Σύνταγμα του 1975, αλλά και άλλα Συντάγ‑ 11. Βλ. ενδεικτικά Κωνσταντίνος Γώγοσ , Η δικαστική προσβολή παραλείψεων της διοίκησης , Αθήνα- Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005, 449 σελ., καθώς και Ιάκωβος Μαθιουδάκησ , «Προβλημα‑ τισμοί στην παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας», Διοικητική Δίκη 16/2014, σελ. 1416‑1432. 12. Για την έννοια του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος βλ. ενδεικτικά Κώστας Χρυσόγονοσ , Πολιτειο- λογία: το κράτος ως μορφή οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών , Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=