Η ΑΔΡΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ
6 ΕΙΣΑΓΩΓΗ δες κρίνεται και το ζήτημα του ακριβούς καθορισμού των ζητημάτων που επιφυλάσ‑ σονται αποκλειστικά στον νομοθέτη, εκείνων που επιδέχονται ρύθμισης και από τη διοίκηση, και, φυσικά - και αυτό είναι το πλέον προβληματικό - των ζητημάτων που μπορούν να ρυθμιστούν οποτεδήποτε από οποιοδήποτε από τα δύο αυτά όργανα, τη Βουλή και την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, αρκεί η πρώτη να εξουσιοδοτήσει τη δεύτερη κατά τα διαλαμβανόμενα στο ά. 43 του Συντάγματος. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση όμως, δεν μπορεί να γίνει απλά δεκτή η συντρέχουσα αρμοδιότητα, αλλά απαιτείται και πάλι ορισμός και καθορισμός των διαφορετικών τύπων εξουσι‑ οδότησης προς τη διοίκηση. Πέρα από αυτά τα εξόχως πρακτικά ζητήματα που γίνεται απόπειρα να επιλυθούν μέσω της θεωρίας της αδράνειας, αναδύεται και ένα ακόμα, λιγότερο πρακτικό, αλλά εξίσου σημαντικό θέμα: αυτό του θεσμικού ρόλου του νομοθέτη. Όχι του ιδε‑ ατού νομοθέτη που λειτουργεί ως αντιπρόσωπος του συνόλου του κυρίαρχου λαού και διαπλάθει το μέλλον, αλλά τουλάχιστον του νομοθέτη που αποφασίζει πληρώ‑ ντας συγκεκριμένα εχέγγυα της δημοκρατικής διαδικασίας. Ο δημόσιος διάλογος, ο αντίλογος, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος δεν αποτελούν χίμαιρες με την αιτιολογία ότι στο τέλος ούτως ή άλλως θα αποφασίσει η πλειοψηφία· αποτελούν δημοκρατι‑ κές εγγυήσεις που, αν εκλείψουν, δεν θα γίνει τίποτα λιγότερο από το να αλλοιωθεί το πολίτευμα. Κι αυτό γιατί «η λειτουργία του Κοινοβουλίου αποβαίνει συχνά αλυ- σιτελής, η διάκριση των εξουσιών υποχωρεί μπροστά στην τάση για ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, της οποίας η δραστική επέμβαση κρίνεται αναγκαία […]» 17 . Η κατηγοριοποίηση είναι, επομένως, αναγκαία, κι ενώ εκκινεί αναμενόμενα από το ά. 26 του Συντάγματος και τη διάκριση των λειτουργιών, δεν εξαντλείται φυσικά σε αυτή τη γενική θεώρηση. Αντιθέτως, τα ά. 43 και 44 παρ. 1 του Συντάγματος αναδει‑ κνύονται σε πρωταγωνιστές της ανάλυσης, καθώς επίσης και το ά. 72 παρ. 1 και κάθε άλλο ειδικότερο άρθρο που απαιτεί τυπικό ή ειδικό νόμο για ρύθμιση ενός συγκε‑ κριμένου ζητήματος. Η ανάλυση και η σύνθεση των ανωτέρω διατάξεων διατρέχει υποχρεωτικά τα Συντάγματα που αρχικά ανέχτηκαν και στη συνέχεια καθιέρωσαν, επιτυχημένα ή όχι, την κανονιστική αρμοδιότητα της διοίκησης, τακτική ή έκτακτη. Η δε ετέρα συντεταγμένη λειτουργία, η δικαστική, διαδραμάτισε και διαδραματίζει ακόμα τον δικό της αποφασιστικό ρόλο στο bras de fer μεταξύ νομοθέτη και διοίκη‑ σης. Κι αυτό το κάνει είτε υιοθετώντας σαφή θέση, η οποία ωστόσο διαφοροποιεί‑ ται μέσα στον χρόνο, είτε παραμένοντας αμέτοχη, στάση που επίσης επιφέρει ση‑ μαντικές συνέπειες. Ο ορισμός και η τυπολογία της αδράνειας εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς, θεωρητικούς και πρακτικούς, αλλά η ανάλυσή μας οφείλει να επεκταθεί και στην εξέταση της αντιμετώπισης της αδράνειας. Κρίνεται, δηλαδή, σημαντικό από τη μία να καταγράψουμε τις συνέπειες που επιφέρει η διαπίστωση της αδράνειας και από 17. Αριστόβουλος ΜάνεσηΣ , «Η κρίση των θεσμών της φιλελεύθερης Δημοκρατίας και το Σύνταγ‑ μα», σε Συνταγματική Θεωρία και Πράξη (1954-1979) , Ι, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1980, σελ. 543‑574, σελ. 551.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=