Η ΑΔΡΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο Ορισμός και αναγκαιότητα τυπολογίας της αδράνειας του νομοθέτη Η αδράνεια του νομοθέτη, χωρίς να αποκαλείται έτσι ούτε από τη θεωρία ούτε από τη νομολογία, αποτελεί ένα φαινόμενο συχνό και διαχρονικό στην ελληνική έννομη τάξη, το οποίο αναπτύσσεται γύρω από το δίπολο νομοθετικό-εκτελεστικό, τις δύο δυνάμεις δηλαδή που ασκούν ρυθμιστική αρμοδιότητα. Ο νομοθέτης της αδράνειας δεν είναι φυσικά ένας νομοθέτης που έχει πάψει να συνεδριάζει, να συζητά και να ψηφίζει τυπικούς νόμους, αλλά ένα αντιπροσωπευτικό σώμα που παραχωρεί συχνά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του ή που όταν τις ασκεί, το κάνει με τρόπο παθητικό και διεκπεραιωτικό ακολουθώντας την γραμμή που έχει ήδη χαράξει η Κυβέρνηση, στοιχείο που συνάδει κατά τα άλλα με το κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Η συνταγματική βάση της εξεταζόμενης έννοιας είναι κατ’ αρχήν το ά. 26 του Συντάγ‑ ματος, το οποίο, αποτελώντας το πρώτο άρθρο περί σύνταξης της Πολιτείας, ορίζει την οργανική διάκριση των λειτουργιών. Βέβαια, η διάταξη αυτή συμπληρώνεται με άλλες διατάξεις, οι οποίες ορίζουν τί περιλαμβάνει κάθε μία από τις λειτουργίες που απονέμει, καθώς επίσης και πότε επιτρέπεται η διασταύρωση των λειτουργιών, αλλά και πότε δεν γίνεται ανεκτή καμία παρέκκλιση. Έτσι, το ά. 43 του Συντάγματος, το οποίο βρίσκεται μεν στο κεφάλαιο που προβλέπει τις αρμοδιότητες του Προέ‑ δρου της Δημοκρατίας και την ευθύνη από τις πράξεις του, αλλά αποτελεί βάση για τη συντριπτική πλειονότητα των εξουσιοδοτήσεων προς τη διοίκηση –νομοθετικών και απευθείας εκ του Συντάγματος– αναδεικνύεται σε άρθρο-σταθμό για τον ορισμό της αδράνειας. Το ίδιο συμβαίνει και με το ά. 72 του Συντάγματος, το οποίο χαρακτη‑ ρίζει συγκεκριμένα ζητήματα ως αντικείμενα νόμου που ψηφίζονται αποκλειστικά από την Ολομέλεια της Βουλής. Το ά. 82 παρ. 1 ορίζει επακριβώς την κυρίαρχη θέση της Κυβέρνησης στο πολίτευμα όταν διαμηνύει ότι αυτή είναι υπεύθυνη για τη γενι‑ κή πολιτική της χώρας. Άλλωστε, η κυρίαρχη αυτή θέση αντικατοπτρίζεται και στο ά. 44 παρ. 1, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στην Κυβέρνηση να κρίνει πότε συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκείνες που της επιτρέπουν να δράσει κανονιστικά χωρίς τη μεσο‑ λάβηση του νομοθετικού σώματος, και στη συνέχεια να προχωρήσει και σε αυτή την ίδια την κανονιστική δράση χωρίς η κρίση της αυτή να αμφισβητηθεί αναδρομικά από κανένα άλλο συντεταγμένο όργανο. Τα δύο τελευταία άρθρα του Συντάγματος που σκιαγραφούν την έννοια της αδράνειας είναι αυτά που καθορίζουν τις σχέσεις των δύο αυτών πόλων εξουσίας. Το πρώτο είναι το ά. 84, το οποίο προβλέπει την δι‑ αδικασία λήψης ψήφου εμπιστοσύνης της Κυβέρνησης από τη Βουλή, αλλά και τη δυνατότητα κατάθεσης πρότασης δυσπιστίας. Το δεύτερο δεν είναι άλλο από το ά. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει το πολίτευμα ως κοινοβουλευτική δημοκρατία και ταυτόχρονα τον λαό ως πηγή κάθε εξουσίας.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=