ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

Εισαγωγή 4 κών και ορθολογικών και λιγότερο τιμωρητικών. Κατά τούτο, σχεδόν ανα- πόφευκτα, η συστηματική επεξεργασία του παραδεκτού εξελίσσεται σε μα- νιφέστο υπέρ του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και της απάλειψης των νεκρών σημείων του δικαστικού ελέγχου. Περαιτέρω, μια διαρκώς εξελισσόμενη και εμπλουτιζόμενη γενική θεωρία για το παραδεκτό θα μπορούσε, σε ένα βαθμό προφανώς, να αποτρέπει την εργαλειοποίηση των δικονομικών κανόνων, κατά τρόπο που παρεμποδίζει την εξέταση του ουσιαστικού ζητήματος 7 . Ο πήχης, η ποιότητα και το ύφος των περιορισμών της πρόσβασης στη δικαιοσύνη τελούν υπό διαρκή επανα- διαπραγμάτευση από νομοθέτη και δικαστή 8 . Το εκάστοτε σημείο ισορροπί- ας των δικονομικών περιορισμών αποτελεί ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα για τους συνδιαμορφωτές του δικονομικού δικαίου, υπαγορευόμενο από ορι- σμένη αντίληψη περί παραδεκτού. Μια ανθεκτική σε επιστημονικό έλεγχο θεωρία για το παραδεκτό 9 μπορεί από πλευράς της να συμβάλει στην απο- τροπή στρέβλωσης του τελευταίου, υπό την πίεση της εκάστοτε οικονομι- κής ή οιασδήποτε άλλης συγκυρίας, από οδό σε εμπόδιο για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. 7.  Πρβλ. Α. Ράντο, Η επίδραση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμά- των του Ανθρώπου για το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας στη νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων, ό.π., σελ. 1845: «Επομένως, η αξίωση αποτελεσματικής δικα- στικής προστασίας επιβάλει είτε την ερμηνευτική αναπροσαρμογή ρητών ή νομολογι- ακών δικονομικών κανόνων, που φαίνονται υπεράγαν περιοριστικοί, είτε την θέσπιση ή την νομολογιακή διάπλαση νέων κανόνων, προκειμένου η έννομη προστασία να καθίστα- ται αποτελεσματική, είτε ακόμη, σε ορισμένες περιπτώσεις και με την δέουσα προσοχή, και τον παραμερισμό τέτοιων κανόνων». 8.  Πρβλ. idem, Αποτίμηση της πορείας του Συμβουλίου της Επικρατείας τα τελευταία 40 χρόνια - Μία ενδοσκόπηση, ό.π., υπό VI: «Από το 1999 (N 2721/1999) λαμβάνονται τα πρώτα μέτρα περιορισμού, που κορυφώνονται με τον Ν 3900/2010. Τα αποτελέσματα των περιορισμών είναι, κατ’ αρχήν, θετικά. Δεν τους αντιλαμβάνομαι, πάντως, ως διαρ- κείς αλλ’ ως συγκυριακούς περιορισμούς. Το δικαστήριο πρέπει να κάνει μία εις βάθος αποτίμηση, με πλήρη στατιστικά στοιχεία. Όταν διαπιστώσει ότι η κατάσταση από πλευ- ράς backlog έχει ουσιωδώς βελτιωθεί, τότε πρέπει να ξαναδούμε ορισμένα από τα μέ- τρα περιορισμού.». 9.  Πρβλ. Στ. Κουσούλη, Η δογματική αξία των δικονομικών θεωριών, Δ 31 (2000), σελ. 1151 επ.: «Οι συζητούμενες θεωρίες έχουν χαρακτηρισθεί ως κατευθύνσεις της σκέψε- ως. Με τον χαρακτηρισμό αυτόν αποδίδεται στις θεωρίες αυτές μία κατ’ εξοχήν λογική λειτουργία: με την υπόδειξη ενός ουσιαστικώς ή δικονομικώς προσανατολισμένου τρό- που σκέψεως δημιουργούνται τα θεμέλια για την ακριβή απόδοση της έννοιας του κρί- σιμου δικονομικού θεσμού και την υπόταξή της στην κατάλληλη λογική κατηγορία. Βε- βαίως οι θεωρίες αυτές, όπως και η ανωτέρω λογική αποστολή τους, δεν αποτελούν αυτοσκοπό. Αντιθέτως, υπηρετούν κυρίως τη νομική πράξη· σκοπός τους είναι εν τέλει η πραγματοποίηση του δικαίου. […]. Η ουσιαστικώς ή η δικονομικώς προσανατολισμένη σκέψη υποδεικνύει αντιστοίχως την περιοχή του δικαίου, στην οποία προσήκει να εντα- χθεί, λογικώς και νομικώς, ο αναλυόμενος θεσμός».

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=