ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΣΤΗ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Πρόλογος - Ευχαριστίες IX ρικτών της περί του θετικού δικαίου) θέτει το διάσημο «Θεώρημα του Coase» 5 . Κεντρική θέση του θεωρήματος αποτελεί η παραδοχή ότι το τελικό αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων μεταξύ δύο κοινωνών μπορεί να είναι το ίδιο ανεξαρτή- τως του ρυθμιστικού/κανονιστικού πλαισίου που διέπει την μεταξύ τους σχέση∙ αρκεί οι διαπραγματευόμενοι να καταλήξουν σε συμφωνία, μέσω της αξιοποίη- σης των διαπραγματευτικών τους ικανοτήτων. Παρά την εξ αντικειμένου απο- κλειστικότητα της εισφοράς του θεωρήματος αυτού στη νομική σκέψη σε ζητήμα- τα οικονομικού ενδιαφέροντος, οι οπαδοί της θεωρίας του Coase διεκδικούν την ευρεία εφαρμογή της, αξιώνοντας τόσο από τον νομοθέτη όσο και από τον δικα- στή να την λάβουν υπ’ όψη, αφού μέσω αυτής επιτυγχάνεται ο εκάστοτε επιδιω- κόμενος σκοπός με το μικρότερο δυνατό κόστος. * * * Η συμβολή του θετικού δικαίου και της οικονομικής επιστήμης στην πρόοδο των ανθρώπινων κοινωνιών είναι αδιαπραγμάτευτη, το ίδιο και η συνύπαρξή τους. Ωστόσο, από τη μία το θετικό δίκαιο ανέκαθεν αντιμετωπίζεται με δυσανεξία στους κόλπους της οικονομικής επιστήμης, πόρισμα επί του οποίου συμφωνούν επί της αρχής όλες οι πολιτικοκοινωνικές συνιστώσες της, διαφέροντας ως προς την κατά περίπτωση διατύπωση της δυσανεξίας και ως προς το βαθμό αυτής. Από την άλλη, η οπτική των παραγόντων του θετικού δικαίου περί της οικονο- μίας είναι λιγότερο επεξεργασμένη, αφού αυτοί, από την οπτική του (συντακτι- κού, κοινού ή κανονιστικού) νομοθέτη ή του εφαρμοστή του δικαίου, έχουν την «πρωτοβουλία των κινήσεων» και την εύνοια που αυτό συνεπάγεται στο σχετι- κό συσχετισμό δυνάμεων. Τι γίνεται, ωστόσο, στην περίπτωση που η ανάμιξη δικαίου και οικονομίας εί- ναι ισοβαρής και αναπόφευκτη; Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση αποτελεί η χάραξη και η εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής από τους (εθνικούς ή υπε- ρεθνικούς) θεσμούς. Το ίδιο συμβαίνει όταν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κα- θίστανται παράγοντες υλοποίησης μέρους της δημόσιας πολιτικής και της διαχεί- ρισης δημοσίου χρήματος· τότε, η ρυθμιστική παρέμβαση στην εποπτεία, στην οργάνωση και στη λειτουργία τους (‘financial regulation’) καθίσταται απαραίτη- το μέσο ένταξης του ως άνω σχήματος στο κανονιστικό και νομοθετικό πλαίσιο. Στις περιπτώσεις αυτές, το Δημόσιο Δίκαιο (και πρώτα απ’ όλα, το Συνταγματικό Δίκαιο) οφείλει να καθορίσει τους όρους, την ένταση και την έκταση της ως άνω ρυθμιστικής παρέμβασης στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Στην πράξη, πα- ρατηρείται ότι παρά τη συχνή άσκηση των ως άνω λειτουργιών διά των κεντρι- κών τραπεζών (με την παραδοσιακή μορφή της εθνικής κεντρικής τράπεζας ή με πιο σύγχρονες ή/και σύνθετες μορφές του ίδιου θεσμικού υποδείγματος, όπως η ΕΚΤ), απουσιάζει μια βαθιά ανάλυση του συνταγματικού πλαισίου εντός του οποί- 5. Harrison, G . & McKee, M . (1985), pp. 653-670.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=