ΕΥΕΛΙΚΤΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

VIII αυτήν την οπτική η σύμβαση ορισμένου χρόνου υποβάλλεται ήδη από τις αρχές του προηγού - μενου αιώνα σε νομοθετική ρύθμιση περιοριστική της συμβατικής ελευθερίας, η οποία μάλι - στα ενέχει κύρωση. Πράγματι με το Ν 2112/1920 θεσπίστηκε η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που αποτελεί την βάση του εργατικού δικαίου. Προϋπόθεση κύρους της καταγγελίας αποτελούν ο έγγραφος τύπος και η καταβολή χρηματικής αποζημίωσης (άρθρα 1, 3 Ν 2112/1920). Αντίθετα, η σύμβαση ορισμένου χρόνου λήγει με την επέλευση του χρονικού σημείου λήξης, οπότε και δεν μπορεί να γίνει καν λόγος για καταβολή αποζημίωσης, όταν τερματίζεται η σχέση. Αυτό το δομικό στοιχείο διαφοροποιεί τις δύο μορφές εργασίας. Συνάμα, αποτελεί πηγή για καταστρατήγηση του δικαίου της καταγ - γελίας εκ μέρους του εργοδότη. Έτσι, ο ιστορικός νομοθέτης με τον ίδιο νόμο που καθιέρωσε το δίκαιο της καταγγελίας (Ν 2112/1920), με ειδική διάταξη (άρθρο 8 § 3) απαγόρευσε την κα - ταχρηστική εργοδοτική πρακτική να μπορεί ο εργοδότης με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου να μεταθέτει την χρονική λήξη της σύμβασης σε ένα ύστερο επιθυμητό σημείο, οπότε και δεν θα χρειάζεται να καταγγείλει την σχέση και να καταβάλει την προβλεπόμενη χρηματι - κή αποζημίωση. Κύρωση για την απαγορευμένη χρήση είναι η μετατροπή της σχέσης εργασί - ας, που παρατείνεται χρονικά με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σε μια ενιαία σύμ - βαση αορίστου χρόνου. Πρόκειται για μια ουσιαστική κύρωση την οποία υιοθετεί ο Νομοθέτης σε αρκετές περιπτώσεις, όπως λ.χ. στην προσωρινή απασχόληση (άρθρο 117 Ν 4072/2012). Ειδικές μορφές απασχόλησης ορισμένου χρόνου συνδέονται με την εποχική εργασία , που από την φύση της παρέχεται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Οι εποχιακής φύσεως συμβά - σεις αποτελούν ιδιόρρυθμες συμβάσεις ορισμένου χρόνου και αφορούν συγκεκριμένους το - μείς της οικονομικής δραστηριότητας, που δεν έχουν συνεχή, αλλά εποχιακή διάρκεια, όπως είναι οι διάφορες εργασίες που αναπτύσσονται κατά την τουριστική περίοδο, δηλ. ξενοδοχο - ϋπαλλήλων εποχιακών ξενοδοχείων κ.λπ . Συναφής ως προς την χρονική διάρκεια είναι και η σύμβαση μαθητείας , που έχει εγγενώς έναν χρονικό περιορισμό, συνδεόμενο με την εκμάθη - ση του μαθητευόμενου κατά την εργασία για την εισαγωγή στην επαγγελματική ζωή ή την προ - σαρμογή του σε μεταβαλλόμενες επαγγελματικές συνθήκες, κυρίως σε εκτέλεση διαφόρων προγραμμάτων που ενεργοποιεί η Πολιτεία για δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης. Η σύμ - βαση μαθητείας από την φύση της έχει ορισμένη και όχι αόριστη χρονική διάρκεια, στοιχείο που την εντάσσει στις ευρύτερες μορφές απασχόλησης. Αν και συστηματικά δεν είναι ευέλικτη μορφή εργασίας, εντούτοις προκρίθηκε η ένταξη στην προβληματική του συλλογικού έργου η εργασία των οικιακών, οικόσιτων εργαζομένων, ώστε να είναι σαφής η διαφοροποίηση από τους κατ’ οίκον εργαζόμενους, διότι πλέον μετατοπίζεται η παραγωγή εργασίας σε κατοικίες. Είναι γεγονός ότι η παραγωγή αποτελέσματος δια της εργασίας μπορεί να είναι ανεξάρτητη, οπότε η έννομη σχέση δεν υπάγεται στο εργατικό δίκαιο (άρθρο 648 ΑΚ). Ο διαχωρισμός της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από την σύμβαση έργου είναι καίριος για την εύρεση των εφαρμοζόμενων κανονιστικών ρυθμίσεων. Το δικαιοπρακτικό θεμέλιο σε μια σύμβαση έργου κατευθύνεται στην παραγωγή εργασιακού αποτελέσματος και μάλιστα σε συγκεκριμένη προ - θεσμία στην οποία πρέπει να παραδοθεί το έργο, οπότε και πρόκειται για σύμβαση έργου. Δι - Αντί προλόγου

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=