ΕΥΕΛΙΚΤΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου 3 απαγορευτικές διατάξεις 3 . Οι περιορισμοί αυτοί συναρτώνται με τους περιορισμούς, στους οποίους υποβάλλεται η επιχειρηματική ελευθερία 4 . Το βασικό μοντέλο παροχής εργασίας είναι η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου 5 . Απο - κλίσεις από αυτόν τον συμβατικό τύπο προκαλούν το ενδιαφέρον του νομοθέτη σε περι - πτώσεις, που η σύμβαση εργασίας σκοπεί να καλύψει ανάγκες του εργοδότη με περιστα - σιακό χαρακτήρα, τότε δικαιολογείται η σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου 6 , όχι όμως άνευ άλλου τινός. Πρέπει να υφίσταται κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο μεταξύ ερ - γοδότη και εργαζόμενου, δηλ. η χρονική διάρκεια να είναι γνωστή στον αντισυμβαλλόμε - νο εργαζόμενο, τουλάχιστον κατά την στιγμή της κατάρτισης της σύμβασης, ώστε ακόμη και εάν δεν έχει συμφωνηθεί ρητά η διάρκειά της, τουλάχιστον να προκύπτει αυτή από γνωστές στα συμβαλλόμενα μέρη περιστάσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, ο κανόνας παρα - μένει. Η σύμβαση εργασίας είναι συμφωνία για παροχή εργασίας, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος και μάλιστα για χρόνο που δεν έχει καθοριστεί, άρα για αόριστο χρόνο. Μια σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι είναι αορίστου χρόνου, όταν συνάπτεται προκειμένου να εξυπηρετήσει έργο, η εκτέλεση του οποίου έχει μεγάλη χρονική διάρκεια, εκτός εάν έχει οριστεί ρητά χρόνος λήξης, συνδεόμενος με την διάρκεια του έργου. Ο χαρακτήρας συμ - βάσεως εργασίας ως αορίστου χρόνου συνάγεται από τον σκοπό της σύμβασης και από το είδος της εργασίας. Στις εργασιακές σχέσεις, που υπόκεινται στο ιδιωτικό δίκαιο, η διάρκεια δεν πρέπει να υπερβαίνει την τριετία που τίθεται ως ανώτατο χρονικό όριο της σύμβασης ορισμένου χρόνου (άρθρο 5 ΠΔ 81/2003). Σε αυτό το πλαίσιο, η σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι συνυφασμένη με την επιχειρηματική ελευθερία, αλλά εγκυμονεί κινδύνους για τον εργαζόμενο. Προκει - μένου να αποτραπούν κίνδυνοι καταστρατήγησης εκ μέρους του εργοδότη, η σύμβαση ορισμένου χρόνου υπόκειται σε καθεστώς ιδιαίτερης νομοθετικής ρύθμισης. Το ειδικό ρυθμιστικό πλαίσιο των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου συνθέτουν το άρθρο 8 Ν 2112/1920, οι διατάξεις 648 επ., 670, 671, 672 ΑΚ και τα ΠΔ 81/2003 7 και 164/2004 8 , που ενσωμάτωσαν στο ελληνικό δίκαιο την Οδηγία 1999/70/ΕΚ και ισχύουν για τον ιδιω - τικό και τον δημόσιο τομέα αντίστοιχα. Κατά τη σύναψη συμβάσεων ορισμένης χρονικής διάρκειας, η συμβατική ελευθερία περιο - ρίζεται με την προϋπόθεση της ύπαρξης αντικειμενικού λόγου για την σύσταση και με την 3. ΑΠ 1109/2017 ΔΕΝ 2017, 195. 4. Λαδάς , Το Δικαίωμα της Προσωπικότητας του Εργαζομένου, 2018, σ. 10 επ., 39 επ. 5. Διεξοδικά και με παραπομπές βλ. Λαδά , Το δικαίωμα της προσωπικότητας του εργαζομένου, 2018, σ. 64. Sagan , Πρόσφατες εξελίξεις της νομολογίας στο ευρωπαϊκό εργατικό δίκαιο και στο ευρωπαϊκό δί - καιο κοινωνικής ασφάλισης, ΕΕργΔ 2019, 1075 επ., 1085, όπου εκτιμά ότι κατά τη νομολογία του ΔικΕΕ, οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνιστούν την γενική μορφή των σχέσεων εργασίας με αναφο - ρά στην ΔικΕΕ 26.11.2014, C-22/12. 6. Ζερδελής , Το Δίκαιο της καταγγελίας ….., ό.π., σ. 611. 7. Εμπεριστατωμένα βλ. Ρίζο , Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, σ. 131 επ.. 8. Ρίζος , ό.π., σ. 153 επ.. 2 3 4

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=