ΕΥΕΛΙΚΤΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Δ. Λαδάς 10 V. Ειδικές μορφές εμφάνισης σύμβασης ορισμένου χρόνου A. Σύμβαση εργασίας με αίρεση Όπως έχει καταστεί σαφές, ο μη συμβατικός καθορισμός του χρονικού σημείου λήξης των συμβάσεων εργασίας τις καθιστά εξ υπαρχής αορίστου χρόνου 49 . Εάν κατά την σύναψη συμβάσεως τεθεί αίρεση , τότε, και με την προϋπόθεση ότι είναι πληρωτέα, η σύμβαση κα - θίσταται ορισμένου χρόνου και λήγει αυτοδικαίως με την επέλευση του μελλοντικού και βέβαιου ότι θα επέλθει γεγονότος 50 . «Βέβαιον το αν, αβέβαιον το πότε, (certus an insertus quante) 51 ». Τέτοια μπορεί να είναι η αίρεση ότι η εργασία θα διαρκέσει, όσο διαρκεί η χρη - ματοδότηση του εργοδότου από κάποιο πρόγραμμα 52 . Ωστόσο, η σύμβαση δεν είναι ορι - σμένου χρόνου, όταν περιλαμβάνει εξουσιαστική διαλυτική αίρεση υπέρ του εργοδότη 53 . B. Σύμβαση εργασίας με δοκιμή Διακριτή από την σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι η σύμβαση εργασίας με δο - κιμή 54 . Κατά τις διατάξεις των άρθρων 648, 361, 202 AK, 2 § 3 NΔ 16 -18/7/1920 και άρ - θρου 1 N 2112/1920, στη σύμβαση εργασίας μπορεί να τίθεται όρος ότι για ορισμένο χρο - νικό διάστημα από την κατάρτισή της η σύμβαση θα έχει δοκιμαστικό χαρακτήρα. Με τον συμβατικό αυτό όρο μπορεί να συμφωνηθεί ότι ο εργοδότης δικαιούται να την καταγγεί - λει και πριν από την λήξη του χρόνου της δοκιμασίας αζημίως, εάν κρίνει ότι ο εργαζόμε - νος δεν είναι κατάλληλος για την εργασία του 55 . Είναι προφανές ότι πρόκειται για εξουσιαστική αίρεση 56 . Η σύμβαση εργασίας με δοκιμή αποτελεί ειδική κατηγορία των συμβάσεων εργασίας. Αντί να συνάπτεται από την αρχή μία οριστική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, συνάπτεται σύμβαση εργασίας με δοκιμή για δεδομένη χρονική περίοδο. Εάν στο τέλος της χρονικής περιόδου ο εργοδότης κρίνει κατάλληλο τον μισθωτό, τότε, κατά την κοινή πείρα και λο - γική, ακολουθεί σύμβαση αόριστης διάρκειας, αλλιώς ο εργοδότης καταγγέλλει την σύμ - βαση 57 . Η δοκιμαστική περίοδος είναι συνυφασμένη με συμβάσεις μακράς διάρκειας, ανε - 49. MΠρAθ 1918/1991 EEργΔ 1991, 769. 50. ΔΕΝ 2015, 525. 51. Κουκιάδης , Εργατικό Δίκαιο….. ό.π., σ. 1065 με παραπομπή στην ΑΠ 1230/1988 ΕΕργΔ 47, 1176. 52. ΕφΘεσ 127/1997 ΔΕΕ 1998, 314. Η ρητή αναφορά του χρόνου αυτού έγινε από τους συμβαλλόμενους απλώς και μόνο για να υποδηλωθεί η βούλησή τους για το ορισμένο της σύμβασης κατά τον χρόνο ισχύος της, την οποία στην πραγματικότητα συνάρτησαν με την αποπεράτωση των παραπάνω προγραμμάτων αλλά και με την συνέχιση της χρηματοδότησής τους από το Δημόσιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύγκρ. Ζερδελή , Το δίκαιο της καταγγελίας, σ. 629 επ. 53. Καρακατσάνης / Γαρδίκας , Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, σ. 121, Κουκιάδης , ό.π., σ. 1065. 54. ΑΠ 1719/2012 ΕΑΕΔ 2014, 55. Ζερδελής , Το δίκαιο της καταγγελίας…, ό.π., σ. 631 επ.. 55. AΠ 1318/1998 ΔEN 1999, 1582. 56. Για τις εξουσιαστικές αιρέσεις βλ. Λαδά Π. , Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου ΙΙ, σ. 686 επ.. 57. ΜΠρΛαμίας 198/2014 ΔΕΝ 2015, 1170. 16 17 18

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=