ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

4 ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ, ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡIΚΟΥ ΔIΚΑIΟΥ δικοποιημένο σε κάποιο μείζον νομοθέτημα, τιτλοφορούμενο «εμπορικός κώδικας» ή κά- τι ανάλογο. Όμως ένας εμπορικός κώδικας (όπως στην Ελλάδα ο «Εμπορικός Νόμος» – ή ό,τι έχει μείνει σήμερα απ’ αυτόν) δεν περιέχει υποχρεωτικά το σύνολο του ΕμπΔ. Πολλά ζητήμα- τα ρυθμίζονται με ειδικά νομοθετήματα, κυρίως σε θέματα εταιρικού δικαίου, δικαίου μετα- φορών και αξιογράφων, πτωχευτικού δικαίου, χρηματοπιστωτικού δικαίου κλπ. Άλλωστε και ο ΑΚ (π.χ. ΕισΝΑΚ 111, 112), αλλά και ο ΚΠολΔ (π.χ. ΚΠολΔ 444, 908, 1047) περιέχουν διατάξεις ΕμπΔ. Αντίστροφα, δεν αποκλείεται ένας εμπορικός κώδικας να περιέχει διατάξεις που δεν ανήκουν στο ΕμπΔ, αλλά σε άλλους κλάδους, π.χ. στο δημόσιο δίκαιο (όπως συμ- βαίνει με διατάξεις για τον τρόπο τήρησης των εμπορικών βιβλίων, το εμπορικό μητρώο, την κρατική εποπτεία των τραπεζών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων κλπ.), το εργατικό δίκαιο (όπως είναι η εργατική συμμετοχή σε εμπορικές εταιρίες) κλπ. 1 IΙΙ. Η «εμπορικότητα» ως νομική αλλά και εμπειρική/ιστορική έννοια. Συχνά το αντικείμε- νο του ΕμπΔ προσδιορίζεται με αναφορά στους εμπόρους, τις εμπορικές πράξεις ή συναλλα- γές, τις έννομες σχέσεις των εμπόρων ή την εμπορική επιχείρηση. Όμως τέτοιες τυπικές ανα- φορές δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την αναλυτικότερη ουσιαστική περιγραφή αυτού που είναι «εμπορικό». 1. Κατά κανόνα το «εμπορικό» περιστατικό (η «εμπορικότητα» γενικά, ως νομικός χαρακτη- ρισμός προσώπου, πράξης, επιχείρησης κλπ.) ορίζεται από το θετικό δίκαιο . Επομένως μια πράξη ή μια δραστηριότητα είναι «εμπορικές» και ένα πρόσωπο είναι «έμπορος», αν συντρέ- χουν οι προϋποθέσεις του νόμου, χωρίς δεσμεύσεις από τα διδάγματα της οικονομικής επι- στήμης. Οι μέθοδοι πρόσδοσης του νομικού χαρακτηρισμού της «εμπορικότητας» αποτε- λούν τα «συστήματα εμπορικότητας», για τα οποία θα γίνει λόγος παρακάτω, § 15. 2. Από την άλλη μεριά βέβαια η εμπορικότητα αποτελεί και λογική και ιστορική κατασκευή 2 . Η πρώτη ύλη που ένα ΕμπΔ καλείται να ρυθμίσει είναι αυτό που παραδοσιακά και γλωσσι- κά χαρακτηρίζεται ως «εμπορία». Η «ιστορικότητα» αυτή, είτε νοηθεί ως δημιουργική μιας ώριμης και σχετικά σταθεροποιημένης αντίληψης για το ΕμπΔ, είτε αναζητηθεί σε συνάρτη- ση με τα εμπειρικά δεδομένα συγκεκριμένης εποχής και κοινωνίας, αφαιρεί σε κάποιο βαθ- μό από το νομοθέτη τη δυνατότητα είτε να αγνοήσει ολωσδιόλου το εμπορικό φαινόμενο, εί- τε, από την άλλη μεριά, να νομοθετήσει ως «εμπορικό» οτιδήποτε. Έτσι π.χ. δεν θα μπορού- σε να χαρακτηρισθεί – με ποινή παραλογισμού – ως εμπορική πράξη ένας γάμος ή μια υιοθε- σία. Η έννοια της εμπορικότητας και του ΕμπΔ «υπερβαίνει τα όρια και την εξουσία του πα- ροδικού νομοθέτη, άρα είναι υπεριστορική έννοια, για φιλοσοφικούς ή - περισσότερο - για κοινωνικούς λόγους» 3 . ΙV. Ο περιπτωσιολογικός (συνήθως) προσδιορισμός της εμπορικότητας. Η ιστορική/εμπει- ρική/οικονομική αντίληψη της εμπορικότητας σε αντιπαράθεση με το νομικό της προσ- διορισμό δεν είναι άσχετη με τη συχνά παρατηρούμενη έλλειψη γενικού ορισμού της. Παρατηρείται ότι αρκετές νομοθεσίες δεν προβαίνουν σε ευθύ ορισμό αυτού που είναι «εμπορικό», αλλά απαριθμούν περιπτωσιολογικά τις εμπορικές δραστηριότητες (π.χ. αγο- ρά προς μεταπώληση, μεταφορές, τραπεζικές εργασίες, παροχή υπηρεσιών προς το κοι- 1. Βλ. σχετικά Canaris, HR, 2006, σ. 5. 2. «Το ΕμπΔ είναι το προϊόν της ιστορίας όσο και μια λογική κατασκευή» ( Pédamοn, αρ. 65). 3. Γεωργακόπουλος, ΔΕΕ 1996, 551.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=