ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

15 § 2. Τα συστατικά της εμπορικότητας - Γενική περιγραφή Για να γίνει αυτό κατανοητό αξίζει να αναφερθεί το παράδειγμα του ίδιου του Bigiavi 26 : Ο Α ανοί- γει ένα ξενοδοχείο γνωρίζοντας από πριν ότι δεν πρόκειται να αποκομίσει κανένα κέρδος, και ότι, αντίθετα, πρόκειται να υποστεί σημαντικές ζημίες. Το ανοίγει ωστόσο είτε για να παρενοχλήσει κά- ποιο ανταγωνιστή του, είτε για να πραγματοποιήσει παλιά του φιλοδοξία, που είναι η εκμετάλλευ- ση καλού ξενοδοχείου στην πόλη του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εδώ υπάρχει κερδοφόρα κα- τά τον τύπο της ενέργεια, για το λόγο ότι η εκμετάλλευση ξενοδοχείου, ως επιχειρηματική δρά- ση in abstractο, ανήκει σ’ εκείνες, που, γενικά και ανεξάρτητα από συγκεκριμένες προθέσεις, μπο- ρούν να αποφέρουν κέρδος. Ο Β, αντίθετα, ανοίγει ξενοδοχείο ως τόπο δωρεάν υποδοχής ασθε- νών, προσφύγων κλπ. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει εμπορική επιχείρηση, όχι διότι λείπει εδώ η πραγματική πρόθεση κέρδους (η πρόθεση αυτή έλειπε και στην πρώτη), αλλά διότι η δρα- στηριότητα αυτή είναι, αλλά και φαίνεται , αλτρουιστική. Η θεώρηση αυτή του Bigiavi είναι πειστι- κή, διότι έτσι αντικειμενικοποιείται η έννοια της δράσης και του επαγγέλματος και αποδεσμεύεται από τις (συχνά ανεξιχνίαστες) προθέσεις καθενός που δρα στην αγορά, αλλά και την έκβαση (επι- τυχή ή όχι) της κάθε επιχείρησης. Θα πρέπει συνεπώς το στοιχείο του κέρδους να κρατηθεί μεν ως χαρακτηριστικό της εμπορικότητας, να θεωρηθεί όμως υπάρχον κατά την τυπική μορφή της δρά- σης, προκειμένου να εξισωθούν σε νομικό επίπεδο οικονομικά όμοιες καταστάσεις. Το αν πράγ- ματι επιδιώκεται το κέρδος αποτελεί καθαρά εσωτερικό ζήτημα του κάθε επιχειρηματία, που δεν αφορά την αγορά 27 . V. Εμπορικό και λογιστικό κέρδος. Ο εντοπισμός της αποκομιδής κέρδους, ως ανταμοιβής της ρι- ψοκίνδυνης εμπορικής δράσης, δεν ανιχνεύεται με ασφάλεια από τη λογιστική. Τα λογιστικά «κέρδη» (με παραλλαγές: κέρδη προ αποσβέσεων, προ φόρων, μεικτά, καθαρά, διανεμόμενα κλπ.) προκύπτουν με βάση προκαθορισμένους κανόνες - ιδίως εταιρικής - λογιστικής (βλ. π.χ. άρθρο 160 επ. ν. 4548/2018, αλλά και ορισμό του κέρδους στο Παράρτημα Α’ του ν. 4308/2014 για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα), που έχουν ιδιαίτερη λογική και δομή, στοχεύουν δε στο να καταδείξουν όχι αν οι επιμέρους δραστηριότητες υπήρξαν επικερδείς (και άρα ενδεχομένως «εμπορικές»), αλλά ποιο είναι το συνολικό αποτέλεσμα μιας πε- ριόδου εκμετάλλευσης («χρή- σης»), με βάση παραμέτρους που συχνά μπορούν να αλλοιώ- σουν την εικόνα των επιμέρους. Συχνά οι μορφές του εμπορικού και λογιστικού κέδρους θα συ- νυπάρχουν, όπως π.χ. όταν πραγματοποιείται κέρδος από πωλήσεις με τίμημα που υπερβαίνει το κόστος αγοράς ή κατασκευής του προϊόντος. Δεν αποκλείεται όμως να υπάρχουν κέρδη από την εκμετάλλευση μιας επιχείρησης, που λογιστικά δεν εμφανίζονται, λόγω αποσβέσεων, προβλέψε- ων κλπ., αντίστροφα δε να δημιουργούνται τεχνητά κέρδη, όπως π.χ. όταν εταιρία στιγμιαία εκ- ποιεί και επαναγοράζει τίτλους στο χρηματιστήριο, με σκοπό την εμφάνιση της υπεραξίας στον ισολογισμό. μένα κεδροφόρα, δηλ. να είναι τέτοια ώστε να παράγει κέρδος (ακόμη και εναντίον των προβλέψεων ή ακόμη και εναντίον των επιθυμιών του επιχειρηματία), και να μπορεί να θεωρείται τέτοια από τους τρίτους» . 26. Ό.π., σ. 94. 27. «...ein reines Internum...», Canaris, HR, 2006, σ. 23. Λογιστική έννοια του κέρδους (Παρ. Α’ του ν. 4308/2014: «Αύξηση στα οικονομικά οφέλη που πληροί τον ορισμό του εισο- δήματος αλλά δεν είναι έσοδο. Τα κέρδη οδηγούν σε καθαρή αύ- ξηση της καθαρής θέσης, με τη μορφή μείωσης των υποχρεώσεων ή αύξησης των περιουσιακών στοιχείων. Τα κέρδη δεν περιλαμβά- νουν αυξήσεις της καθαρής θέσης που προέρχονται από συναλλα- γές δεν τους ιδιοκτήτες της οντότητας».

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=