ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

20 ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ, ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡIΚΟΥ ΔIΚΑIΟΥ οι διατάξεις του άρθρου 3 ν. 146/1914, που ρυθμίζουν τη διαφήμιση, προϋποθέτουν σκο- πό προώθησης των αγαθών ή των υπηρεσιών, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι κάθε διαφήμιση είναι πρόσφορη να προωθήσει τις πωλήσεις του διαφημιζόμενου 41 . Στο δίκαιο του ελεύθε- ρου ανταγωνισμού η «εναρμονισμένη πρακτική» (άρθρο 1 ν. 3959/2011) τεκμηριώνεται με βάση εξωτερικές ενδείξεις, από τις οποίες προκύπτει εκτροπή από τις φυσιολογικές συνθή- κες ανταγωνισμού 42 . Κατά παρόμοιο τρόπο έχει νομολογηθεί ότι η πρόθεση εταιρικής συ- νεργασίας (affectiο sοcietatis) ανιχνεύεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια, την εξωτερική δηλ. συμπεριφορά των μερών 43 . Γενικότερα υποστηρίζεται ότι «στις αδημοσίευτες εταιρίες εμπορικού δικαίου ισχύει ό,τι εκδηλώνεται προς τα έξω και όχι ό,τι έχει συμφωνηθεί μετα- ξύ των συμβαλλομένων» 44 . Με αντικειμενικά κριτήρια ανιχνεύεται και το «κέντρο των κύ- ριων συμφερόντων του εμπόρου», το δικαστήριο του οποίου είναι αρμόδιο να κηρύξει την πτώχευση τούτου. Ο τόπος αυτός πρέπει να είναι «αναγνωρίσιμος από τους τρίτους» (άρ- θρο 4 § 2 ΠτΚ) 45 . Ε. Σύνθεση Η παραπάνω περιγραφή της εμπορικής δράσης, όπως έγινε με βάση τις καταρχήν αντιλή- ψεις του θετικού δικαίου αλλά και την εμπειρικά/ιστορικά δεδομένη λειτουργία της δρά- σης αυτής, σκοπό είχε τη διαμόρφωση του «τύπου» της εμπορικότητας. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας περιγραφής δεν θα μπορούσε να είναι κάποιος ορισμός σταθερός, ακριβής και αδιάψευστος. Η δυνατότητα του νομοθέτη να παρεμβαίνει και να χαρακτηρίζει περιστατι- κά ως εμπορικά, αλλά και η εξέλιξη των συναλλαγών επιβεβαιώνουν το επισφαλές οποιου- δήποτε ορισμού με φιλοδοξίες ακρίβειας. Οποιοσδήποτε ορισμός θα αναφέρεται στο «ως επί το πολύ». Μπορεί έτσι κατά προσέγγιση και με βάση τα σήμερα ισχύοντα να λεχθεί ότι η εμπορικότητα γ ε ν ι κά χαρακτηρίζει την οικονομική εκείνη δράση που συνιστά ριψοκίν- δυνη (και άρα αμειβόμενη με κέρδος) παροχή υπηρεσιών (με κύρια μορφή τη διαμεσολά- βηση στην παραγωγή και κυκλοφορία των αγαθών και των υπηρεσιών), η οποία εκδηλώ- νεται στην αγορά και έχει συνεπώς οικονομική βαρύτητα τέτοια, που να δικαιολογεί την προσοχή του δικαίου και την πρόβλεψη ειδικών ρυθμίσεων ή την πρόσδοση ειδικών συ- νεπειών στη δράση αυτή . Η γενική αυτή περιγραφή της εμπορικής δράσης είναι ευρύτερη από τον κατάλογο των εμπο- ρικών πράξεων, που παρατίθεται στα άρθρα 2 και 3 ΔΑΕ 46 , και που θα αναλυθούν στο οικείο κεφάλαιο, αλλά στενότερη από τη συνολική εμπορικότητα, όπως προκύπτει τελικά από το θε- τικό δίκαιο (που προβλέπει π.χ. και «τυπική» ή «παράγωγη» εμπορικότητα). Έχει όμως αξία, διότι αναλύει τη φύση της εμπορικής συναλλαγής, αναδεικνύει την ειδική της βαρύτητα στην οικονομική ζωή και δικαιολογεί την ανάγκη της ειδικής ρύθμισης και άρα την ανάγκη του 41. Βλ. Λιακόπουλο, Βιομηχανική ιδιοκτησία 5 , 2000, σ. 461, Μαρίνο , Αθέμιτος ανταγωνισμός, 2015, σ. 127. 42. Βλ. Τριανταφυλλάκη , Δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, 2011, σ. 124, Κοντοβαζαινίτη, Εναρμονισμένη πρακτική, εις: Σχινά, Προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, 1992, σ. 77, 84. 43. Cass. 24.9.2003 D. 2004, 1305, με επικριτικό όμως σχ. Kessler. 44. Βλ. Ν.Κ.Ρ[όκα], ΕΕμπΔ 1995, 59. 45. Βλ. Περάκη , Πτωχευτικό δίκαιο, 2017, σ. 157. 46. Π.χ. η χερσαία ασφάλιση δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 ΔΑΕ.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=