Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔΕΕ)

Δ. ΠΥΡΓΑΚΗΣ 577 Άρθρο 50 φαση που έχει καταστεί «απρόσβλητη» ή «τελική» (καταρχήν αμετάκλητη, βλ. και ΕΔΔΑ, 23 Οκτωβρίου 1995, Gradinger κατά Αυστρίας, 15963/90, σκ. 53). Η δεύτερη προσέγγιση απα- γορεύει το double jeopardy, δηλαδή την διπλή ποινική διακινδύνευση του προσώπου, και παρέχει ευρύτερη προστασία, στο μέτρο που αποκλείει τη δεύτερη κυρωτική διαδικασία ανε- ξάρτητα από το εάν η πρώτη έχει ολοκληρωθεί αμετάκλητα, δηλαδή αρκεί η πρώτη διαδικα- σία να έχει κινηθεί και να είναι εκκρεμής. Ε. Κατοχύρωση από διεθνείς συνθήκες Η αρχή ne bis in idem έχει κατοχυρωθεί με διάφορες διεθνείς πράξεις αλλά και με το εσωτερι- κό δίκαιο των κρατών μελών. Η αρχή αυτή, όπως έχει κατοχυρωθεί, δεν αφορά πρόσωπα που έχουν δικαστεί για τα ίδια περιστατικά σε διαφορετικά κράτη. Διεθνές Σύμφωνο για τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα – Γενική αρχή του διεθνούς δι- καίου: Ως ατομική εγγύηση κατοχυρώνεται από το Διεθνές Σύμφωνο για τα αστικά και πο- λιτικά δικαιώματα της 16ης Δεκεμβρίου 1966 (άρθρο 14, παράγραφος 7). Κληθείσα να απο- φανθεί επί του περιεχομένου της εν λόγω διατάξεως, η Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των Ηνωμένων Εθνών διευκρίνισε ότι η διάταξη αυτή «απαγορεύει τη διπλή κα- ταδίκη για το ίδιο πραγματικό περιστατικό μόνο στην περίπτωση προσώπων που έχουν δι- καστεί σε ένα συγκεκριμένο κράτος» («prohibits double jeopardy only with regard to an of- fence adjudicated in a given State», απόφαση της 2ας Νοεμβρίου 1987, AP κατά Ιταλίας, réf. CCPR/C/31/D/204/1986, βλ. σχετικά και την απόφαση του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία Decision on the Defence Motion on the Principle of Non-bis-in- idem, Prosecutor κατά Du š ko Tadi ć , υπόθεση υπ’ αριθ. IT-94-1, T.Ch. II, 14 Νοεμβρίου 1995). Πρέπει να υπομνησθεί ότι μολονότι το μεγαλύτερο μέρος των δικαίων των κρατών της διε- θνούς κοινότητας αναγνωρίζουν την αρχή ne bis in idem, εντούτοις προβλέπουν, γενικώς, ότι η εν λόγω αρχή έχει αποκλειστικώς εσωτερικό περιεχόμενο. Όπως φαίνεται, μόνο το ολλανδι- κό δίκαιο αναγνωρίζει στις αλλοδαπές αποφάσεις ισχύ δεδικασμένου ανάλογη με αυτήν που προσδίδεται στις εθνικές αποφάσεις. Με απόφαση της 31ης Μαρτίου 1987, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας απέκλεισε ότι η εν λόγω αρχή «μπορεί να θεωρηθεί ως γενικώς αναγνωριζόμενη αρχή του διεθνούς δικαίου» (BVerfGE 75, 1). Επίσης, σε δύο του- λάχιστον αποφάσεις το Corte costituzionale της Ιταλίας δέχθηκε ότι το γεγονός και μόνον ότι η εν λόγω αρχή είναι κοινή στο σύνολο σχεδόν των εθνικών εννόμων τάξεων δεν αποτελεί επαρκή λόγο για να θεωρηθεί ως γενική αρχή του διεθνούς δικαίου, εφαρμοστέα και στις αλ- λοδαπές αποφάσεις (Corte costituzionale, 18 Απριλίου 1967, υπ’ αριθ. 48, στο Giur. Cost., 1967, I, σ. 299· και 8 Απριλίου 1976, υπ’ αριθ. 69, στο Giur. Cost., 1976, σ. 432). ΕΣΔΑ: Η αρχή ne bis in idem δεν αποτελούσε ευθύς εξ αρχής ρητώς μέρος της ΕΣΔΑ. Η ενσω- μάτωσή της στην εν λόγω σύμβαση έγινε με το υπ’ αριθ. 7 πρωτόκολλό της, που ετέθη προς υπογραφή στις 22 Νοεμβρίου 1984 και άρχισε να ισχύει την 1η Νοεμβρίου 1988. Μεταξύ άλ- λων δικαιωμάτων, το άρθρο 4 κατοχυρώνει το ne bis in idem με σκοπό, βάσει των επεξηγήσε- ων επί του πρωτοκόλλου που παρέσχε το Συμβούλιο της Ευρώπης, να εκφράσει την αρχή δυ- νάμει της οποίας ουδείς μπορεί να διωχθεί ή να τιμωρηθεί ποινικώς λόγω αδικήματος για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση. Εν αντιθέσει προς τα λοιπά δικαιώματα που κατοχυρώνονται με την ΕΣΔΑ, το δικαίωμα που προβλέπει το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ δεν έγινε ομοφώνως δεκτό από τα κρά- 13 14

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=