ΓΑΛΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ/ΕΛΛΗΝΟ-ΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

3 abandon (ουσ. αρσ.) , εγκατάλειψη, πα- ραίτηση, abandon de créance (ou aux créanciers) , εγκατάλειψη απαίτησης, abandon d’actif , εγκατάλειψη ενεργη- τικού, abandon des conclusions , πα- ραίτηση από τις προτάσεις, abandon de défense , μη άσκηση του δικαιώμα- τος υπερασπίσεως, abandon du domi- cile conjugal , εγκατάλειψη συζυγικής στέγης, (  séparation de fait ), abandon de l’ emploi (ou de poste) , εγκατάλει- ψη θέσης, abandon d’enfant , εγκατάλει- ψη τέκνου (γαλλΠΚ 223-3 επ., 227-1 επ.), abandon d’épave , εγκατάλειψη ναυα- γισμένου πλοίου, abandon de famille , εγκατάλειψη οικογένειας (γαλλΠΚ 227- 3 επ., η φυσική ενέργεια τόσο της εγκα- τάλειψης της οικογένειας από τον ένα από τους δύο γονείς όσο και της εγκατά- λειψης της κυοφορούσης συζύγου από τον σύζυγό της έχουν αποποινικοποιη- θεί στο γαλλικό δίκαιο από την 1η Μαρ- τίου 1994), χωρίς να αποκλείονται οι μορφές εγκατάλειψης που αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο του γαλλΠΚ, aban- don du foyer (ou du domicile conjugal) , εγκατάλειψη οικογενειακής (ή συζυγι- κής) στέγης (γαλλΑΚ 238), abandon ma- licieux , κακόβουλη εγκατάλειψη, aban- don du navire et du fret , παραχώρηση (σε πιστωτές) του πλοίου και του φορ- τίου, abandon de la plainte , παραίτη- ση από μήνυση, abandon de posses- sion , εγκατάλειψη νομής, abandon de poste (ou de l’ emploi) , εγκατάλειψη θέ- σης, abandon de procédure , εγκατάλει- ψη διαδικασίας, abandon de propriété , εγκατάλειψη κυριότητας, abandon des revendications , παραίτηση από τις αξι- ώσεις, abandon de terres , εγκατάλειψη γαιών, abandon de véhicule , εγκατάλει- ψη οχήματος, concordat par abandon , συμβιβασμός με εγκατάλειψη περιουσι- ακού στοιχείου (από πτωχεύσαντα σε πι- στωτές), déclaration judiciaire d’aban- don , διάταξη (του δικαστηρίου) περί εγκατάλειψης τέκνου, laissé à l’abandon , εγκαταλελειμμένος. abandonnataire (ουσ. αρσ.) , o επωφε- λούμενος της εγκατάλειψης. abandonnateur, -trice (ουσ.) , ο εγκατα- λείπων την περιουσία του. abandonnement (ουσ. αρσ.) , εγκατά- λειψη, παραχώρηση, abandonnement d’immeuble au conjoint , παραχώρηση ακινήτου σε σύζυγο, abandonnement des biens , εγκατάλειψη περιουσιακών αγαθών, contrat d’abandonnement , σύμβαση παραχώρησης περιουσίας. abandonner (ρ.μ.) εγκαταλείπω, aban- donner l’accusation , αποσύρω την κα- τηγορία, abandonner tout titre et droit de propriété, de possession et de dé- Aa

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=