ΓΑΛΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ/ΕΛΛΗΝΟ-ΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ
abondement absent 5 A abondement (ουσ. αρσ.) , πρόσθετη πα- ροχή, si l’abondement est de 50%, cela veut dire que si l’employé épargne 1000 €, l’entreprise ajoute immédiatement 500 € , αν έχει συμφωνηθεί πρόσθετη πα- ροχή κατά 50%αυτό σημαίνει ότι αν ο ερ- γαζόμενος καταθέσει 1000 ευρώ, η επι- χείρηση θα προσθέσει αμέσως 500 ευρώ. abonnement (ουσ. αρσ.) , συνδρομή, abonnement à l’électricité , σύμβαση για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, abon- nement à une revue , συνδρομή σε ένα περιοδικό, abonnement gratuit , δωρεάν συνδρομή, payer par abonnement , πλη- ρώνω με δόσεις. abordage (ουσ. αρσ.) , σύγκρουση πλοί- ων (γαλλΚΜεταφ L. 4131-1 επ., L. 5131-1 επ.), abordage en pleine mer , σύγκρου- ση πλοίων σε ανοικτή θάλασσα, abor- dage fautif , υπαίτια σύγκρουση πλοίων, abordage fluvial , σύγκρουση πλοίων σε ποτάμι, abordage fortuit , τυχαία σύ- γκρουση, clause d’abordage , ρήτρα σύ- γκρουσης (ασφαλιστικό δίκαιο ) . abornement (ουσ. αρσ.) , οριοθέτηση, abornement de la frontière , οριοθέτηση συνόρου, abornement du terrain , καθο- ρισμός ορίων οικοπέδου. aborner (ρ.μ.) , οριοθετώ, aborner une propriété foncière , οριοθετώ ακίνητη περιουσία. aboutissants (ουσ. αρσ. πληθ.) , όρια, les tenants et les aboutissants de la crise économique , οι παράμετροι της οικονο- μικής κρίσης. abrégé (ουσ. αρσ.) περίληψη, en abrégé , περιληπτικά, συνοπτικά. abrogatif, -ive (επίθ.) , ακυρωτικός, clause abrogative , ακυρωτική ρήτρα. abrogation (ουσ. θηλ.) , κατάργηση, απόσυρση, εξάλειψη του αξιοποίνου (γαλλΠΚ 112-4 ), abrogation des actes administratifs , κατάργηση διοικητικών πράξεων, abrogation de la loi , κατάργη- ση του νόμου, abrogation du décret , κα- τάργηση του διατάγματος, abrogation expresse , ρητή κατάργηση, abrogation implicite , σιωπηρή, abrogation tacite , σιωπηρή κατάργηση, abrogation de visa , ανάκληση θεώρησης, abrogation volontaire , εκούσια κατάργηση. abrogatoire (επίθ.) , ακυρωτικός, clause abrogatoire , ακυρωτική ρήτρα, loi abro- gatoire , ακυρωτικός νόμος. abroger (ρ.μ.) , ακυρώνω, καταργώ, abro- ger des dispositions , καταργώ διατάξεις, abroger un règlement , καταργώ ένα κα- νονισμό, abroger un traité internatio- nal , καταργώ μία διεθνή συνθήκη, abro- ger la loi , καταργώ το νόμο. abrupt, -e ( επιθ. ), απότομος, renvoi abrupt , άμεση επαγωγή της κληρονομί- ας στο Κράτος. absence (ουσ. θηλ. ), απουσία, αφάνεια (γαλλΑΚ 112 επ., γαλλΚΠολΔ 1062 επ., γαλλΝ αριθ 2019-222 άρθρο 9), absence de cause sérieuse , έλλειψη σπουδαίου λόγου, absence de faute , έλλειψη πταί- σματος, absence de motivation , έλλει- ψη αιτιολογίας, absence du conjoint , αφάνεια συζύγου, absence sans auto- risation , αδικαιολόγητη απουσία, au- torisation d’absence , άδεια απουσί- ας, constater une absence , βεβαίωση απουσίας, déclaration d’absence , κή- ρυξη αφάνειας, en l’absence d’une poli- tique communautaire , εν απουσία μίας κοινοτικής πολιτικής, présomption d’ab- sence , τεκμήριο αφάνειας. absent, -e (επίθ.) , έχων κηρυχθεί σε αφά- νεια, απών, absent réapparu , επανεμ- φανισθέν πρόσωπο που είχε κηρυχθεί
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=